Όσοι γνωρίζετε λίγο περισσότερο τη Bimota θα ξέρετε πως η ιταλική εταιρεία από την ίδρυσή της ειδικεύεται σε τεχνολογικώς εξελιγμένα πλαίσια και φέρινγκ, τα οποία χρησιμοποιεί σε συνδυασμό με υπάρχοντες κινητήρες. Με μοτέρ από τις Ducati, Yamaha, Suzuki, Honda, έως και Harley-Davidson και BMW, σε όλες τις περιπτώσεις τα ονόματα των μοντέλων που προέκυψαν χαρακτηρίζονταν από τα ανάλογα αρκτικόλεξα: DB, YB, SB, HB, HDB και BB.
Η Kawasaki επίσης έχει προσφέρει στο παρελθόν κινητήρες της, πρώτα τον τετρακύλινδρο του Z900, μετά του Z500 και έπειτα του Z1000J, ώστε η Bimota να φτιάξει κατά σειρά τις KB1, KB2 και KB3 αντιστοίχως.
Ταξιδέψαμε στην πίστα της Modena στην Ιταλία για την KB4, την τέταρτη μοτοσυκλέτα σε αυτή τη σειρά – αφήνοντας έξω από αυτή την ονοματολογία τη διαφορετική Tesi H2 – για την παγκόσμια παρουσίασή της.
Κοιτώντας την ΚΒ4 από μπροστά, καθώς βρίσκεται παρκαρισμένη στην pit lane της πίστας Autodromo di Modena, το πρώτο που σκέφτεσαι είναι πως αυτή η μοτοσυκλέτα φτιάχτηκε για να γράφει χρόνους σε πίστες. Από τις αναρτήσεις ως τους πανάλαφρους τροχούς της ΟΖ και τα κλιπόν, όλα δείχνουν σπορ οδήγηση, ώσπου μαθαίνεις πως η Bimota δεν επέλεξε τον κινητήρα της superbike ZX-10R, μα αυτόν της sport touring Ninja 1000SX.
Όχι λοιπόν ο τετρακύλινδρος σε σειρά των 998 cc και 203 hp, μα αυτός των 1,043 cc, 142 hp και 11.3 kgm, ο οποίος στο Rimini τυλίχθηκε από ένα μικρό χωροδικτύωμα από χρωμιομολυβδαινιούχο ατσάλι, ενώ το αλουμινένιο ψαλίδι δένει πάνω στον κινητήρα, όπως και το ανθρακονημάτινο υποπλαίσιο από πάνω του.
Αυτά βέβαια δεν είναι ορατά με την πρώτη ματιά καθώς κρύβονται πίσω από το ανθρακονημάτινο φέρινγκ που ξεχωρίζει από την εμφάνισή του. Αυτό που το κάνει μοναδικό είναι το δίδυμο των αεραγωγών που ακολουθούν μια κυρτή διαδρομή για να μεταφέρουν αρκετό κρύο αέρα στο ψυγείο που βρίσκεται τοποθετημένο κάτω από το υποπλαίσιο.
Οι δύο αυτές εισαγωγές συναντιούνται σε ένα κεντρικό σημείο που έχει σχεδιαστεί να αυξάνει την πίεση της αεροδυναμικής ροής λίγο πριν φτάσει στο ψυγείο, ενώ το καμπυλωτό σχήμα τους επιλέχθηκε για να αποφεύγεται η δημιουργία στροβίλων στη ροή όσο περισσότερο γίνεται.
“Μα γιατί να μη βάλετε το ψυγείο μπροστά,” σας ακούω να ρωτάτε. Εδώ κρύβεται η επιθυμία της Bimota να κρατήσει το μεταξόνιο όσο πιο κοντό γίνεται και να μεταφέρει το κέντρο βάρους λίγο πιο μπροστά για να φορτίζει περισσότερο το μπροστινό.
Η απόσταση μεταξύ των δύο κέντρων των τροχών μετρά ακριβώς 1,390 mm, δηλαδή ένα πολύ κοντό μεταξόνιο που θα ταίριαζε περισσότερο σε supersport 600 και το οποίο μετά βίας αφήνει επαρκή ελεύθερο χώρο μεταξύ της μπροστινής ρόδας και του κινητήρα.
Καβαλώντας την ΚΒ4 αυτομάτως αντιλαμβάνεσαι πόσο πιο στριμωγμένη είναι η θέση οδήγησης συγκριτικά με την Tesi H2 που οδηγήσαμε στην ίδια πίστα πριν λίγο. Το σώμα μου σφηνώνεται ανάμεσα στο ρεζερβουάρ των 19.5 λίτρων (sport touring, σωστά;) και την ουρά, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για μετακίνηση πάνω της, αλλά από την άλλη τα 170 εκατοστά του ύψους μου φτάνουν άνετα στα κλιπόν χωρίς να πιέζομαι πουθενά.
Όπως συνέβη και με την Tesi H2, η Bimota ψώνισε όλα τα εξαρτήματα που απαιτούν επίσημες πιστοποιήσεις από την Kawasaki. Από τον κινητήρα ως την εξάτμιση και από την κεντρική ηλεκτρονική μονάδα (ECU) ως τα όργανα, όλα είναι πανομοιότυπα με τη Ninja 1000 SX ως την τελευταία λεπτομέρεια. Αυτό επέτρεψε στη Bimota να αποφύγει πολλούς πονοκεφάλους, αλλά και να κερδίσει χρόνο. Η ανάπτυξη νέων ηλεκτρονικών και χαρτογραφήσεων απαιτεί μια σημαντική επένδυση σε χρήμα και χρόνο, πολύ πριν φτάσει στο τελικό στάδιο των πιστοποιήσεων, ενώ τώρα όλα αυτά τα ζητήματα έχουν επιλυθεί με ψώνια από τον κατάλογο της Kawasaki.
Έτσι το τμήμα R&D της Bimota είχε την ευχέρεια να ασχοληθεί με το πλαίσιο και την αεροδυναμική, κάτι που αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη στιγμή που οδηγείς την ΚΒ4. Η μοτοσυκλέτα φαντάζει πανάλαφρη, κάτι που θα έπρεπε να περιμένουμε από τα τεχνικά της χαρακτηριστικά και μόνο: η Ninja 1000SX μετρά 235 υγρά κιλά στον δρόμο, ενώ η ΚΒ4 μόλις 194. Μιλάμε για 41 κιλά λιγότερα, σε ένα ζύγι που την κάνει να ξεχωρίζει γενικότερα στη γυμνή κατηγορία της αγοράς.
Το αποτέλεσμα το απολαμβάνεις στρίβοντας. Ο συνδυασμός χαμηλού βάρους, σχετικά κοφτερής γεωμετρίας μπροστινού, αρκετά κοντής ουράς και μικρού μεταξονίου κάνει τη μοτοσυκλέτα να μπαίνει στην είσοδο της στροφής με ελάχιστη προσπάθεια, ενώ οι αναρτήσεις της Öhlins φροντίζουν πως έχεις τον πλήρη έλεγχο σε κάθε περίπτωση.
Τα Pirelli SuperCorsa EVO κολλούν στην άσφαλτο ακόμη και σε χειμωνιάτικες θερμοκρασίες, έτσι μετά από έναν γύρο προθέρμανσης έχουμε ήδη αρχίσει να ψάχνουμε τα όρια κλίσης. Τέτοια εμπιστοσύνη σου γεννά η ΚΒ4. Είτε ανεβοκατεβαίνεις ορεινά στροφιλίκια ή ψάχνεις τις γραμμές του σε μια τεχνική πίστα όπως αυτή της Modena, το πάρτι στήνεται πίσω από το φέρινγκ.
Ένα χρήσιμο κόλπο βρίσκεται πάνω από το ψαλίδι, στο ίδιο περίπου ύψος με την έδραση του TTX36 monoshock, στη μορφή ενός έκκεντρου που ρυθμίζει το ύψος του πίσω μέρους σε ένα εύρος συνολικά 16 mm (+/– 8 mm). Πρόκειται για ένα σύστημα που, όπως και στην Tesi Η2, επηρέαζει τη γεωμετρία της μοτοσυκλέτας, επιτρέποντας να τη ρίξεις περισσότερο προς τα μπροστά, σκαρώνοντας πιο μικρή γωνία κάστερ και ίχνος – και το αντίθετο φυσικά.
Πέραν της εξαιρετικά ακριβούς κατευθυντικότητας, λάμπει και η ιδανική διασύνδεση δεξιού καρπού με τον τετρακύλινδρο κινητήρα. Εδώ, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν κινητήρα όπως της ZX-10R, η ροπή είναι άφθονη από χαμηλά, κάτι που δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην ΚΒ4 από τις 3,000 ως τις 7,000 rpm, με πολλή διαθέσιμη δύναμη και απαλή απόδοση χαμηλά, αλλά και απότομη ανοδική καμπύλη όσο πλησιάζεις τον κόφτη.
Στα φρένα ο συνδυασμός του πιρουνιού 43mm Öhlins FGRT και των ακτινικών Brembo Stylema αποδίδει εντυπωσιακά καλά.
Στην περίπου 500 μέτρων ευθεία της πίστας της Modena ίσα που προλάβαινα να χτυπήσω τα 200 km/h πριν πέσω στα φρένα, αλλά το σημείο φρεναρίσματος άλλαζε από γύρο σε γύρο. Λίγο πριν την πινακίδα των 50 μέτρων φαινόταν να είναι το ιδανικό σημείο να μαζέψω τη φόρα της μοτοσυκλέτας και να τη βάλω στην πρώτη στροφή.
Εκεί μερικές φορές το ABS με εξέπληξε επεμβαίνοντας απρόσμενα, τρομάζοντάς με καθώς η αμμοπαγίδα άρχιζε να πλησιάζει πολύ…. Όταν όμως αυτά σταματήσουν, ξαπλώνω την ΚΒ4 στη δεξιά της πλευρά με απειροελάχιστη προσπάθεια στο τιμόνι και χουφτώνω άφοβα το γκάζι μετά την κορυφή της στροφής. Το λαμπάκι του traction control αναβοσβήνει μερικές φορές, χωρίς η επέμβασή του να γίνεται αντιληπτή με άλλον τρόπο. Στην επιτάχυνση στην έξοδο της στροφής το σουηδικό αμορτισέρ TTX36 κάνει άριστα τη δουλειά του, ούτε κουνήματα, ούτε αναπηδήσεις.
Ο τραχύς ήχος από τις εισαγωγές αέρα ακούγεται καθαρά σε όσους βρίσκονται τριγύρω καθώς περνώ τέρμα γκάζι από την ευθεία των πιτς, αν και δεν είναι και τόσο αισθητός από τη σέλα της μοτοσυκλέτας.
Μετά από ένα κατέβασμα σχέσης που στέλνει τη βελόνα του στροφόμετρου βαθειά στα κόκκινα, αφήνοντας το quick shifter να κάνει τη δουλειά του, νιώθεις το φιλτροκούτι να γεμίζει από αέρα και ο κινητήρας σε εκτοξεύει με δύναμη (όχι όμως και με μανία) στην επόμενη στροφή. Οι 142 ίπποι είναι αρκετοί για να επιτεθείς σε οποιαδήποτε ευθεία με σοβαρές αξιώσεις, αλλά η Bimota έχει και ένα δωράκι για να τους τονώσεις λίγο, στη μορφή μιας δίκαννης εξάτμισης της Arrow που ακούγεται τόσο καλά όσο δείχνει.
Βγάζω το καπέλο στη Bimota, γιατί στην εποχή του πολέμου ιπποδυνάμεων που ζούμε επέλεξε να μην κυνηγήσει τη μέγιστη ισχύ, αλλά να φτιάξει μια υπέροχα ισορροπημένη, όσο και δυνατή μοτοσυκλέτα με αισθητική 'vintage sport touring'. Συνδυάζοντας ελαφριά εξαρτήματα στο πλαίσιο και το φέρινγκ με έναν καλοθρεμμένο τετρακύλινδρο κατάφερε να κάνει μια χρυσή κίνηση.
Από τη γεμάτη ροπή χαμηλά ως την εντυπωσιακή απόδοση ψηλότερα στις στροφές του κινητήρα και την ελάχιστη προσπάθεια που χρειάζεται για να τη στρίψεις, η ΚΒ4 είναι ένα τεχνολογικό διαμάντι.
Και ακόμη δεν έχουμε αναφερθεί στην πληθώρα ποιοτικών περιφερειακών και προσεγμένων λεπτομερειών.
Συγκριτικά με την Tesi H2, η KB4 είναι πολύ περισσότερο μια μοτοσυκλέτα για πραγματικούς αναβάτες, σε καμιά περίπτωση δεν προορίζεται για ρόλο στολιδιού. Η τιμή της είναι απολύτως δικαιολογημένη, αλλά αυτό δυστυχώς σημαίνει και πως δεν είναι για τον καθένα...
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Κατασκευαστής / Μοντέλο | |
Αντιπρόσωπος |
Δεν αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα |
Τιμή (€) |
από 34,000 (Ιταλία) |
Κινητήρας |
|
Τύπος |
4T, 4K σε σειρά, υγρόψυκτος, 2ΕΕΚ, 16 βαλβίδες |
Χωρητικότητα (cc) |
1,043 |
Διάμετρος x διαδρομή (mm) |
77 x 56 |
Συμπίεση |
11.8: 1 |
Τροφοδοσία |
Ηλεκτρονικός ψεκασμός |
Εκκίνηση |
Μίζα |
Συμπλέκτης |
Υγρός πολύδισκος |
Μετάδοση |
Κιβώτιο 6 σχέσεων |
Τελική μετάδοση |
Αλυσίδα |
Πλαίσιο |
|
Τύπος |
Ατσάλινο χωροδικτύωμα, ανθρακονημάτινο υποπλαίσιο, αλουμινένιο ψαλίδι |
Μήκος (mm) |
2,050 |
Πλάτος (mm) |
774 |
Ύψος (mm) |
1,150 |
Μεταξόνιο (mm) |
1,390 |
Γωνία κάστερ (°) |
24 |
Ίχνος (mm) |
100.8 |
Ύψος σέλας (mm) |
810 (+/- 8) |
Απόσταση από έδαφος (mm) |
140 |
Βάρος (kg) |
194 (υγρό) |
Ρεζερβουάρ (lt) |
19.5 |
Αναρτήσεις |
|
Μπροστά |
Ανεστραμμένο πιρούνι 43 mm Öhlins FG R&T NIX30, διαδρομή 130 mm, πλήρως ρυθμιζόμενο |
Πίσω |
Ένα αμορτισέρ Öhlins TTX36, διαδρομή 122 mm, πλήρως ρυθμιζόμενο |
Ελαστικά / Τροχοί |
Pirelli Diablo Supercorsa V3 SP |
Μπροστά |
120/70-17 |
Πίσω |
190/50-17 |
Φρένα |
|
Μπροστά |
Δύο δίσκοι 320 mm, ακτινικές δαγκάνες Brembo Stylema 4 εμβόλων |
Πίσω |
Δίσκος 220 mm, δαγκάνα Brembo 2 εμβόλων |
Επιδόσεις εργοστασίου |
|
Ιπποδύναμη (hp / rpm) |
142 / 10,000 |
Ροπή (kgm / rpm) |
11.3 / 8,000 |