Ωστόσο ακόμα και αν έχουμε κατεβασμένη την ζελατίνα του κράνους ή φοράμε προστατευτικά γυαλιά, υπάρχει ακόμα μια παράμετρος στην οποία θα πρέπει να δώσουμε βάση: ο αέρας ή για να το θέσουμε καλύτερα, το ρεύμα του αέρα που εισέρχεται από τους αεραγωγούς του κράνους, από μια ελαφρώς ανοιγμένη ζελατίνα ή από το πλάι των γυαλιών μας.
Μπορεί εκ πρώτης η ροή αυτή του αέρα να μην είναι ενοχλητική, ωστόσο όταν τα μάτια μας είναι εκτεθειμένα για πολύ ώρα σε αυτό το συνεχές ρεύμα αέρα, δημιουργούνται προβλήματα. Η εξάτμιση των δακρύων είναι ένα από τα προβλήματα αυτά, το οποίο οδηγεί σε ξηροφθαλμία. Όμως ο μηχανισμός “λίπανσης” των ματιών μας, είναι λίγο πιο περίπλοκος από αυτό που φανταζόμαστε και πέραν των δακρύων (φυσικών ή τεχνητών), χρειάζεται και κάτι άλλο.
Λίγο πίσω από τις βλεφαρίδες μας, τόσο στο άνω όσο και στο κάτω βλέφαρο, υπάρχουν οι μεϊβομιανοί αδένες, οι οποίοι και εκκρίνουν μικρές ποσότητες ενός ελαιώδους υγρού. Όπως το λάδι είναι ελαφρύτερο του νερού και ανεβαίνει πάντα στην επιφάνεια, έτσι και το υγρό αυτό είναι ελαφρύτερο από τα δάκρυα και σχηματίζει μια επιφανειακή μεμβράνη, κάτι σαν προστατευτικό φίλμ, αποτρέποντας την εξάτμιση τους και συγκρατώντας τα στις πτυχώσεις και στις επιφάνειες των ματιών μας.
Χωρίς αυτή την προσθήκη υγρού από του μεϊβομιανούς αδένες, θα ήμασταν όλη μέρα με αμπούλες τεχνητών δακρύων στο χέρι λοιπόν, ανεξαρτήτως αν οδηγούσαμε μοτοσυκλέτα ή όχι.
Αυτό λοιπόν που συμβαίνει με την συνεχή ροή αέρα στα μάτια μας, είναι ότι οι αδένες αυτοί υπολειτουργούν, παράγοντας μικρότερες ποσότητες και κακής ποιότητας υγρού, με αποτέλεσμα τα συμπτώματα της ξηροφθαλμίας να κάνουν την εμφάνιση τους άμεσα, προκαλώντας θολή όραση, ενόχληση και κάνοντας τα μάτια μας επιρρεπή σε μολύνσεις και ερεθισμούς.
Τα δε συμπτώματα της ξηροφθαλμιας επιμένουν και μετά την οδήγηση, ακόμα και αν κάνουμε χρήση τεχνητών δακρύων, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει επαρκής ποσότητα υγρού από τους μεϊβομιανούς αδένες.
Ευτυχώς όλα αυτό είναι προσωρινό και αναστρέψιμο, ωστόσο η συνεχής έκθεση των ματιών μας σε ρεύμα αέρα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια μόνιμη βλάβη, ειδικά στις ηλικίες άνω των 50, με “επιβαρυμένο παρελθόν”.