Των Ed Smits και Thierry Sarasyn
Φωτογραφίες: Alessio Barbanti, Matteo Cavadini, Triumph
Ήρθε για να αλλάξει τους κανόνες, αυτό μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα για το νέο Street Triple. Όπως εκείνο το άλμπουμ των Judas Priest, το British Steel που κυκλοφόρησε το '80 και τάραξε τα νερά της ροκ σκηνής, έτσι και το Street Triple, το “βρετανικό ατσάλι” της Triumph, τάραξε τα νερά της μεσαίας κατηγορίας των naked το 2007. Μετά από μία 10ετία η Triumph το κάνει ξανά με την ολοκαίνουρια οικογένεια των Speed Triple.
Πενταμελής οικογένεια
Μιλώντας επί της ουσίας αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε νέα μοντέλα: τα Street Triple S, R και RS με το νέο τρικύλινδρο κινητήρα 765 κ.εκ., τo Street Triple R LRH (επίσης 765 κ.εκ.) με 30 χιλιοστά χαμηλότερη σέλα και τροποποιημένη ανάρτηση και τέλος το τρικύλινδρο Street Triple S, για δίπλωμα κατηγορίας Α2, με 95 ίππους και 660 κ.εκ. Την τελευταία 10ετία, από τότε που παρουσιάστηκε δηλαδή, το Street Triple έχει βρει 50.000 ιδιοκτήτες και αυτό το κάνει, την πιο πετυχημένη μοτοσυκλέτα της Triumph στη σύγχρονη εποχή της.
Επιστροφή στα βασικά
Το πρώτο Street Triple που κυκλοφόρησε ήταν μια υπέροχη μοτοσυκλέτα με...χουλιγκανικές καταβολές, που σε αποπλανούσε με περισσή ευκολία στις σούζες, ενώ με την ίδια ευκολία μπορούσε να καλύψει αποστάσεις και στον αυτοκινητόδρομο. Πέντε χρόνια μετά ήρθε ο αντικαταστάτης της, το νέο τότε Street Triple R, το οποίο ναι μεν ήταν καλύτερο οπτικά – ιδίως στο μπροστινό μέρος – αλλά η “άτακτη” φύση του είχε σε μεγάλο βαθμό κατευναστεί.
Έτσι η Triumph αποφάσισε για το 2017 να αναθεωρήσει την ουσία της εν λόγω μοτοσυκλέτας, με τη διαφορά όμως ότι τώρα το Street Triple λανσάρεται σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις ( τα LRH R και S A2 τα θεωρούμε αυτόνομα). Αυτές οι διακριτές διαφορές μεταξύ των μοντέλων ήταν ήδη εμφανείς από την περσινή γκάμα, ωστόσο στην πραγματικότητα ήταν μικρές. Η κατάσταση όμως φέτος άλλαξε άρδην.
Ας ξεκινήσουμε από τον κινητήρα, ο οποίος τώρα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη χωρητικότητα για τα τρία μοντέλα S, R και RS, καθώς και άλλες αλλαγές που αφορούν στα επιμέρους ηλεκτρονικά συστήματα αλλά και τα προγράμματα οδήγησης.
Επιπρόσθετα, το S διαθέτει μια ελαφρώς πιο συντηρητική γεωμετρία και είναι χαμηλότερο από τα R και RS. Τα τελευταία όμως διαθέτουν για πίνακα πληροφοριών μία έγχρωμη TFT οθόνη με πολύ όμορφα γραφικά, κάτι στο οποίο υστερεί το S, με τον αναλογικό ταχογράφο και την απλή LCD οθόνη. Και αυτό είναι μόνο η αρχή στη λίστα με τις διαφορές των τριών μοντέλων.
Για εκτενέστερη τεχνική ανάλυση διαβάστε το αντίστοιχο άρθρο της παρουσίασης των νέων Street Triple.
https://www.bikeit.gr/new-models/triumph/10517-nea-montela-2017-triumph-street-triple-2017-episimi-parousiasi.html
Μόλις 166 “στεγνά” κιλά
Έτρεφα τον κρυφό πόθο να οδηγήσω στην πίστα της Καταλονίας τα Street Triple S και Street Triple R, προκειμένου να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με τις διαφορές των δύο αυτών μοντέλων, της βασικής δηλαδή έκδοσης και του “top model”. Η Triumph όμως είχε άλλη γνώμη. Έτσι εκείνο το πρωί, βγαίνοντας από το ξενοδοχείο είδαμε παραταγμένα μπροστά μας τα RS, για τον απλούστατο λόγο ότι πρώτα στην παραγωγή βγήκαν τα RS, με την παραγωγή των S και R να έχει προγραμματιστεί για αργότερα.
Παρόλο που η TFT οθόνη παρουσιάζει τις πληροφορίες “καθαρά” και σου δίνει παράλληλα τη δυνατότητα να διαλέξεις μεταξύ έξι διαφορετικών στιλ παρουσίασης, εντούτοις είναι λιγότερο ευκρινής από εκείνες των Ducati και Yamaha, αν και φυσικά αυτό είναι υποκειμενικό. Η σέλα έχει ύψος 825 χλστ., και βρίσκεται ψηλότερα από εκείνη του προηγούμενου. Τα μαρσπιέ κάθονται επίσης ψηλά σε σπορ θέση, χωρίς όμως να ενοχλούν, ενώ τα χέρια μου πέφτουν με άνεση στο όμορφο φαρδύ τιμόνι.
Δεσμοί
Από τα πρώτα κιόλας μέτρα ο τρικύλινδρος κινητήρας κυριαρχεί ως αίσθηση με την δύναμη που παράγει να κάνει αισθητή την παρουσία της σε όλη την κλίμακα των στροφών. Ο συμπλέκτης έχει ωραία και ελαφριά αίσθηση χάρη στην υποβοήθηση, ενώ η αλλαγή ταχυτήτων γίνεται τάχυστα χάρη στο quick shifter. Κρίμα μόνο που το quick shifter δεν διαθέτει δίνει εντολή γιαστιγμιαίο ανέβασμα των στροφών του κινητήρα όταν κατεβάζεις ταχύτητες.
Μόνο εύσημα λοιπόν σε αυτό τον τομέα, ωστόσο στο στρόψιμο η μοτοσυκλέτα παρουσιάζει μία αίσθηση πολύ βαρύτερη από εκείνη που θα περίμενες, γνωρίζοντας φυσικά και τις προηγούμενες γενιές. Από την άλλη οι συνθήκες μόνο ιδανικές δεν θα μπορούσαν να περιγραφούν ειδικά για τα φρέσκα και εξαιρετικά κατά τα άλλα Pirelli Diablo Super Corsa: η θερμοκρασία είναι χαμηλή και οι δρόμοι βρεγμένοι και αυτό δεν αφήνει τα ελαστικά να δουλέψουν σωστά. Κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης ένας γρήγορος έλεγχος στην πίεση των ελαστικών έδωσε και την απάντηση για την βαριά αίσθηση του τιμονιού, καθώς η πίεσή τους ήταν χαμηλότερη από όσο έπρεπε (μετρήσαμε 2,2 και 2,7 bar εμπρός και πίσω αντίστοιχα με τα ελαστικά να έχουν φτάσει σε κάποια θερμοκρασία λειτουργίας).
Να και ο ήλιος!
Μετά το διάλλειμα για καφέ, τα σύννεφα έδωσαν τη θέση τους σε μια υπέροχη λιακάδα, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει και τον δυνατό άνεμο να στεγνώνει το οδόστρωμα. Ιδανικές συνθήκες για να μας δείξει το Street Triple RS τον καλύτερο εαυτό του δηλαδή. Όσο πιο πολύ το πιέζεις, τόσο περισσότερο δείχνει να βρίσκεται στο στοιχείο του και ο λόγος είναι απλός: δεν πρόκειται για μια απλή naked μοτοσυκλέτα με sport προκάλυμμα. Είναι μια καθαρόαιμη supersport, η οποία έχει χάσει το φέρινγκ της αλλά και τα κλιπόν, τα οποία έχουν αντικατασταθεί από το φαρδύ τιμόνι. Οι αναρτήσεις που πριν το διάλλειμα μας φαίνονταν κάπως σκληρές, τώρα δείχνουν να λειτουργούν σαφώς καλύτερα σε αυτόν τον ταχύτερο ρυθμό. Οι ανωμαλίες απορροφώνται ωραία, αν και προσωπικά θα ήθελα λίγη περισσότερη επαναφορά στο αμορτισέρ. Και έτσι όμως είναι μια χαρά. Ακόμη και στις στροφές με το ταχύμετρο να φλερτάρει με τα 200 χλμ./ώρα και έπειτα να πέφτει στα 80, το πλαίσιο έδειξε να μην συγκινείται.
Οι διαφορές ανάμεσα στα ηλεκτρονικά προγράμματα που έχει στη διάθεσή του ο αναβάτης είναι απόλυτα εμφανείς. Όχι τόσο ανάμεσα σε Rain και Road όπου η διαφορά είναι μικρότερη, όσο ανάμεσα στο Road και Sport. Το Track mode δε, είναι το κάτι άλλο. Πέρα από τη μέγιστη δύναμη των 123 ίππων, η οποία είναι διαθέσιμη σε όλα τα modes, αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος που φτάνεις μέχρι το μάξιμουμ της ιπποδύναμης. Με πιο απλά λόγια, στο rain mode, η απόκριση είναι πιο γλυκιά, ενώ στο track mode είναι σαφώς πιο επιθετική και άμεση. Και όπως είπαμε πιο πάνω, από το road στο track η διαφορά είναι τεράστια, όσο κι αν η “χουλιγκανική” φύση του πρώτου RS συνεχίζει να μην δίνει πλήρως το “παρών” στο νέο μοντέλο. Όχι ότι δεν θα κάνεις και πάλι τις σούζες σου με ευκολία αλλά η δεύτερη γενιά το έκανε πιο άνετα.
Στην πίστα
Η Triumph έχει σίγουρα δώσει σημαντικά διαφορετική δυναμική σε κάθε ένα από τα προγράμματα που έχει ο αναβάτης στη διαθεσή του, τα οποία και αλλάζουν αρκετά τις “ορέξεις” του Speed Triple. Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά το ποσοστό διαφοράς μεταξύ αυτών των προγραμμάτων. Ακόμη και στο πρόγραμμα Rain δεν ένιωσα το σύστημα ελέγχου πρόσφυσης του πίσω τροχού να με περιορίζει. Πάλι στη βροχή στο τέλος της ημέρας καθώς γυρνούσαμε στο ξενοδοχείο ο πίσω τροχός άνοιγε την τροχιά του στο χούφτωμα του γκαζιού και πολλές φορές βασίστηκα στο ένστικτό μου ανοίγοντας το γκάζι πιο προοδευτικά ώστε να μην προκαλέσω ολίσθηση ή για να κρατήσω το πίσω μέρος εκεί που ήθελα.
Και μια που αναφερόμαστε στα ηλεκτρονικά, να πούμε ότι η Triumph αν και πήρε άριστα σε αυτό τον τομέα, εντούτοις δεν διαθέτει IMU (Inertia Measurement Unit), συνεπώς το RS δεν διαθέτει cornering-ABS αλλά και αντίστοιχη λειτουργία για το traction control. Μία χαμένη ευκαιρία για τους Βρετανούς ειδικά από τη στιγμή που υποστηρίζουν ότι έχουν τα πιο εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα.
Φτάνοντας στην πίστα αλλάζω το πρόγραμμα για πρώτη φορά σε track, το οποίο γίνεται μόνο σε στάση. Ξεκινώντας, ο ουρανός μας έδειχνε τις αμφίβολες διαθέσεις του και πριν προλάβουμε να τελειώσουμε έναν γύρο στην πίστα, αναγνωριστικό πιο πολύ της πίστας και όχι της μοτοσυκλέτας δηλαδή, όταν ήδη ξεκινούσε να βρέχει για τα καλά. Παρ' όλα αυτά το Street Triple R πρόλαβε να δείξει αυτό στο οποίο είχε επικεντρωθεί η ομάδα έρευνας και ανάπτυξης της Triumph: το πλαίσιο διαχειρίζεται με άνεση τις δυνάμεις που του ασκούνται, η ανάρτηση προσφέρει εξαιρετικό έλεγχο και τα μονομπλόκ δαγκάνες M50 της Brembo, δίνουν την αίσθηση άγκυρας κάθε φορά που τραβάς την μανέτα.
Καλύτερο παντού
Δέκα χρόνια μετά την παρουσίαση του πρώτου Street Triple, η βρετανική σπορ naked μοτοσυκλέτα μεσαίου κυβισμού αναθεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Όπως το μοντέλο του 2013, έτσι και αυτό του 2017 απέταξε τον χουλιγκανικό χαρακτήρα του αλλά είναι καλύτερο από το μοντέλο που αντικαθιστά σε όλα τα επιμέρους σημεία.
Ο νέος κινητήρας των 765cc είναι σημαντικά πιο γεμάτος και ισχυρός από τον παλιό των 675 κ.εκ., με περισσότερη ροπή.
Η ευελιξία και η ταχύτητα στην αλλαγή κατεύθυνσης που περιμέναμε αρχικά δεν έγινε αμέσως αισθητή, αυτό όμως οφείλεται τόσο στα Super Corsa ελαστικά (που είχαν και χαμηλότερη πίεση από το ιδανικό) όσο και στο κρύο και βρεγμένο οδόστρωμα. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως η επιλογή της Triumph στα συγκεκριμένα ελαστικά για λόγους ίματζ να μην ήταν και η πιο σοφή. Ένα λιγότερο σπορ ελαστικό όπως το Bridgestone S21 θα ήταν ενδεχομένως καλύτερη επιλογή για δρόμο χάρη γιατί δίνει πιο γρήγορη αντίδραση και προσφέρει περισσότερη πρόσφυση σε κρύο και βρεγμένο οδόστρωμα και δεν δημιουργεί προβλήματα στην πίστα. Ταπεινή μας άποψη φυσικά. Αυτό είναι και το μόνο αρνητικό στοιχείο (και ένα στοιχείο που αλλάζει εύκολα) που έχουμε να αναφέρουμε για το νέο Street Triple, το οποίο αποτελεί άξιο αντικαταστάτη και συνεχιστή της άκρως επιτυχημένης πορείας των προκατόχων του.
Φωτογραφίες Ι
https://www2.cityrider.gr/naked-sm-triumph/item/11729-test-triumph-street-triple-s-r-kai-rs-2017-apostoli-stin-ispania#sigProId5f8afa43c4
Φωτογραφίες ΙΙ
https://www2.cityrider.gr/naked-sm-triumph/item/11729-test-triumph-street-triple-s-r-kai-rs-2017-apostoli-stin-ispania#sigProId458d45eb0a