Έχοντας περάσει μιαν ολάκερη ζωή με έναν κινητήρα, τον μονοκύλινδρο των Bullet 350/500 που χρησιμοποιούσε εκμοντερνίζοντάς τον σε μικρές δόσεις από τη δεκαετία του 1950 ως και τα μέσα της δεκαετίας του 2010, η Royal Enfield άλλαξε ρότα με την εμφάνιση του μονοκύλινδρου LS411. Ο πρώτος της νέος κινητήρας μετά από έξι γεμάτες δεκαετίες έκανε το ντεμπούτο του με το Himalayan και έμελλε να είναι προπομπός μιας ιδιαίτερα δραστήριας εποχής για την ινδική εταιρεία.
Η συνέχεια έφερε έναν ακόμη νέο κινητήρα, τον δικύλινδρο σε σειρά 648 cc που το 2017 εμφανίστηκε στην EICMA σε δύο παραλλαγές στο πολύ κλασικό μοτίβο: Interceptor και Continental GT.
Τα δικύλινδρα άργησαν ομολογουμένως να φτάσουν στις αγορές, ωστόσο από τη στιγμή που βγήκαν στην πιάτσα το 2019 έγιναν αυτομάτως best sellers σε πολύ σημαντικές αγορές, όπως αυτές της Αγγλίας και των ΗΠΑ.
Το μεγάλο προσόν που προφανώς εκτιμήθηκε από το ευρύ κοινό είναι πρωτίστως η τιμή τους, η οποία προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε μια γωνιά της αγοράς με λιγοστές επιλογές από τους μεσαίους κυβισμούς και άνω, αλλά και τη σύγκριση με την Triumph που διαθέτει τις Bonneville της σε αρκετά υψηλότερη τιμή, η οποία αναμφίβολα έκανε τις Royal Enfield να δείχνουν ακόμη γοητευτικότερες.
Πέραν του τιμολογιακού ζητήματος ωστόσο, η Royal Enfield έχει κι άλλους άσους στο μανίκι της. Χαζεύοντας το Interceptor 650 είναι αδύνατον να μην προσέξει κανείς την άψογη ποιότητα κατασκευής, την εξαιρετική βαφή και τα πλούσια χρώμια, τις προσεγμένες λεπτομέρειες που κάνουν το σύνολο να δείχνει περισσότερο με ακριβοπληρωμένο custom παρά με ένα προσιτό νεο-ρετρό μαζικής παραγωγής.
Μετά έχουμε τη συνέπεια: αυτές οι δύο δικύλινδρες Royal Enfield δε δείχνουν απλώς κλασικές, μα στην ουσία είναι. Θα μπορούσαν άνετα να έχουν κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 1980 ή 1990 χωρίς να δείχνουν παράταιρες από ο,τιδήποτε άλλο ρόλαρε στους δρόμους τότε. Πρακτικά, μόνο η ικανοποίηση των Euro 5, ο ψεκασμός και το σύγχρονο δικάναλο ABS αποκαλύπτουν την εποχή στην οποία ζει το Interceptor.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως η μοτοσυκλέτα που δοκιμάζουμε σήμερα είναι τυπικά μοντέλο 2022, καθώς για το 2023 η Royal Enfield έχει ήδη παρουσιάσει μια μικρή ανανέωση με μαύρους κινητήρες και χρώματα που παραπέμπουν στα 1970ς, αντί για τα γυαλιστερά ‘60ς που αντανακλά η μοτοσυκλέτα της δοκιμής. Στην ανανέωση αυτή προστέθηκαν μερικά φρέσκα στοιχεία, όπως χυτές ζάντες, νέοι στρογγυλεμένοι διακόπτες με πιο κλασική εμφάνιση και LED προβολέας.
Η λογική του Interceptor 650 – όπως ακριβώς και του Continental GT 650 – είναι η αναβίωση της κλασικής οδηγικής αίσθησης και είναι ξεκάθαρο πως οι Ινδοί δεν έψαξαν για κοφτερές σύγχρονες σπορ ικανότητες, μα την εμφάνιση με την ανάλογη συμπεριφορά.
Αυτό το σκεπτικό ξεδιπλώνεται πρώτα με τη σχεδίαση, ενώ στη συνέχεια έρχεται ο ίδιος ο κινητήρας να συνδράμει στο παιχνίδι. Οι Ινδοί συνειδητότατα επέλεξαν να περιορίσουν την απόδοση στα όρια της Α2, επιθυμώντας να διευρύνουν το πελατολόγιό τους και αδιαφορώντας για το αν ο ανταγωνισμός έχει πιο πολλά άλογα ή αν ο κινητήρας τους θα μπορούσε να βγάλει περισσότερα – πιθανότατα θα μπορούσε.
Η μέγιστη ονομαστική ισχύς των 47 ίππων έρχεται λίγο μετά τις 7,000 rpm, ενώ τα 5.3 kgm κορυφώνονται μόλις μετά τις 5,000 και αμφότερα αυτά τα νούμερα μας δείχνουν λίγο-πολύ τι θέλει να κάνει αυτός ο δικύλινδρος.
Εκκινώντας το πρώτο που προσέχει κανείς είναι το μεταξένιο δούλεμα του μοτέρ, η απουσία κραδασμών και ο υπέροχα απαλός τρόπος που ανεβάζει στροφές. Η δύναμη που βγαίνει στον δρόμο δεν είναι συναρπαστική, αλλά η χορταστική ροπή χαμηλά κάνει τις εκκινήσεις πανάλαφρες και τις επιταχύνσεις ζωηρές και ολίγον πικάντικες. Έχει όλα όσα χρειάζεται για να κινηθεί σβέλτα στην πόλη, με ακαριαία επιτάχυνση και ακριβέστατη αίσθηση από τον ψεκασμό της Bosch.
Παρά τις υπερτετράγωνες διαστάσεις των κυλίνδρων του, αφενός η ροπή είναι παρούσα από τις πολύ χαμηλές, αφετέρου ψηλά δεν έχει πολύ ψωμί για λύσσες. Το Interceptor 650 επιταχύνει γρήγορα και αποφασιστικά, δίχως τρύπες, κενά ή ανισορροπίες μέχρι το κοντέρ να δείξει 140, με τη βελόνα του στροφομέτρου να είναι ακόμη κάτω από τις 5,000 rpm, ωστόσο κάπου εκεί η απόδοση πέφτει απότομα και γρήγορα.
Από τα 140 και μετά η βελόνα του κοντέρ επιβραδύνει αισθητά και χρειάζεται υπομονή για να φτάσει κανείς στη γειτονιά των 160 km/h που είναι η πιο ρεαλιστική προσέγγιση στην τελική του ταχύτητα. Λέω “προσέγγιση” γιατί στις απόπειρές μου να βγάλω το τελευταίο απόθεμα ταχύτητας που διαθέτει αυτός ο κινητήρας έβρισκα μονίμως το ίδιο εμπόδιο: το ανέβασμα πάνω από τις 6,000 rpm βρίσκει τον δικύλινδρο ιδιαίτερα απρόθυμο, αποπνέοντας μιαν αίσθηση πως πλησιάζω σε κάποιο απαγορευτικό όριο γραμμικής ταχύτητας πιστονιών, πως του πίνω το αίμα δίχως λόγο και σε κάθε περίπτωση η δυστροπία του στο κυνήγι κόκκινων ορίων στο στροφόμετρο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, τόσο με πέμπτη όσο και με έκτη στο κιβώτιο.
Μικρό το κακό, καθώς ως εκεί το Interceptor 650 έχει όλα όσα χρειάζεται για να εξυπηρετεί ξεκούραστα και απολαυστικά στην καθημερινότητα, ενώ μπορεί να ταξιδεύει ολημερίς με ταχύτητες έως τα 140 χωρίς το παραμικρό ζόρι.
Το πιο ωραίο έρχεται με την κατανάλωσή του: σχεδόν μόνιμα κάτω από τα 5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα, εύκολα και χωρίς ποτέ να σκεφτώ τι κάνει το δεξί μου χέρι. Η οικονομία καυσίμου είναι δομικό χαρακτηριστικό αυτού του κινητήρα, μια μάλλον συνειδητή επιλογή των Ινδών για τη μοτοσυκλέτα τους.
Στη στριφτερή πλευρά των πραγμάτων, το Interceptor 650 είναι ακριβώς αυτό που δείχνει, αρχοντικό, απολαυστικό και συνεπέστατο. Η Royal Enfield έκανε πριν μια δεκαετία μια σπουδαία κίνηση εξαγοράζοντας την αγγλική Harris Performance, αποκτώντας πρόσβαση σε τεχνογνωσία στη σχεδίαση πλαισίων που εξελίχθηκε μέσα στις πίστες των παγκοσμίων και αγγλικών superbikes, και το πλαίσιο που έφτιαξε για τα Interceptor/Continental GT αντανακλά την εμπειρία αυτή.
Βασισμένη στο κλασικό σχέδιο Featherbed, τον ακρογωνιαίο λίθο των παλαί ποτέ Norton της χρυσής βρετανικής εποχής που σήμερα θα περιγράφαμε ως ατσάλινο, διπλό, κλειστό περιμετρικό, η ραχοκοκκαλιά του Interceptor χαρακτηρίζεται από το υπέροχα ουδέτερο ζύγισμα που του χαρίζει.
Το αισθάνεσαι στην είσοδο κάθε στροφής όπου η μοτοσυκλέτα πλαγιάζει με τη σκέψη και χωρίς την παραμικρή αντίδραση, ενώ μένει εύκολα και αποπνέοντας ασφάλεια στην κλίση της σε όλη τη διάρκεια.
Αυτό δε σημαίνει πως έχουμε ένα αθλητικό όπλο στα χέρια μας, καθώς τα όρια περιγράφονται γλαφυρά σχεδόν από το σύνολο του Interceptor. Τα δύο αμορτισέρ δεν αρέσκονται σε απότομες αλλαγές κλίσεων και εμφανίζουν μικρές πλεύσεις όταν ζορίζονται πέραν της λογικής τους, ενώ και τα κλασικίζοντα λάστιχα Zoom Cruz της CEAT δεν απολαμβάνουν το ψάξιμο των ορίων κλίσης τους χαρίζοντας μικρά γλιστρήματα και ασαφή αίσθηση όταν πιέζεις το Interceptor πέρα από τη λογική χρήσης για την οποία φτιάχτηκε.
Η αντιμετώπιση του Interceptor 650 σε μια στριφτερή διαδρομή είναι απόλαυση διά της ροής, απλωτές γραμμές και λογικές κλίσεις. Εκεί αριστεύει και δείχνει τον φιλικό και πρόσχαρο χαρακτήρα του σε κάθε λογής αναβάτες, από σχετικά άπειρους που μόλις προβιβάστηκαν από την Α1 ως και βετεράνους των δύο τροχών που ψάχνουν ένα γλυκό απάγκιο.
Ο μονός δίσκος με τη διπίστονη δαγκάνα της Bybre (By Brembo) τα καταφέρνει καλύτερα απ’ όσο θα μάντευε κανείς σε μια μοτοσυκλέτα 217 υγρών κιλών, με εξαιρετικά εύχρηστη δύναμη και καλή προοδευτικότητα που δε νιώθει σημάδια αδυναμίας παρά μόνο αν προσπαθήσεις φρενάρισμα πανικού από ταχύτητες άνω των 120 km/h. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση ωστόσο, το επιθυμητό αποτέλεσμα έρχεται ζητώντας μόνο περισσότερη δύναμη στη μανέτα.
Η Royal Enfield έφτιαξε μια οικογένεια μοτοσυκλετών που ξεχωρίζουν από την εξαιρετική ποιότητά τους, η οποία σε πολλά σημεία μπορεί να σταθεί με αυτοπεποίθηση σε συγκρίσεις ακόμη και με τα κορυφαία μοντέλα της νεοκλασικής αγοράς, όπως είναι ο γενάρχης Triumph Bonneville.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Ινδοί μελέτησαν πολύ προσεκτικά την Αγγλίδα που έχτισε τα θεμέλια της σύγχρονης Triumph και έκανε μόδα την τάση των νεο-ρετρό, εντόπισαν τα δυνατά της σημεία και τα ενσωμάτωσαν στο δικό τους σχέδιο.
Οι οικονομικές πινελιές που επέτρεψαν στην Royal Enfield να βγάλει τα νέα της δικύλινδρα στην αγορά σε ανταγωνιστικές τιμές είναι επίσης εμφανείς σε διάφορα σημεία στο κορμί του Interceptor. Οι φτηνές μανέτες, διακόπτες και λεβιέδες είναι τέτοια δείγματα, αλλά δε θα βρει κανείς πολλά άλλα στο κορμί αυτής της μοτοσυκλέτας.
Αν θα ζητούσα μια χάρη από τη Royal Enfield αυτή θα αφορούσε τη σέλα που θέλει λίγο παραπάνω αφρώδες για να παραμείνει φιλόξενη μετά από αρκετή ώρα πάνω της, ζήτημα που απασχολεί μόνο στην ταξιδιωτική χρήση.
Η απουσία ηλεκτρονικών συστημάτων ασφάλειας – πλην ABS – δε συνιστά καν πρόβλημα κατά τη γνώμη μου, καθώς η απλότητα του Interceptor 650 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γοητείας του. Γκάζι με συρματόσχοινα (ντίζες) δε συναντάμε πια σε πολλές μοτοσυκλέτες, αλλά εδώ είναι ένα στοιχείο που καθόλου δεν ενόχλησε, ενώ η ηλεκτρονική “γύμνια” μου δένει μια χαρά με το σχεδιαστική λογική της Royal Enfield, τη θέλησή της να φτιάξει μια πραγματική κλασική μοτοσυκλέτα, τόσο πετυχημένο ως υλοποίηση που στον δρόμο πιο πολλοί μου έδιναν συγχαρητήρια και ρωτούσαν πόσο πήγε η ανακατασκευή παρά αν πρόκειται για νέο μοντέλο.
Το Royal Enfield Inteceptor 650 είναι ένα γνήσιο κλασικό roadster της παλαί ποτέ αγγλικής σχολής, με τα εκτυφλωτικά του χρώμια που συγκέντρωσαν πληθώρα κολακευτικών σχολίων στις ημέρες που το είχα στα χέρια μου, την ισορροπημένη του απόδοση και τα μεγάλα περιθώρια πρακτικότητας που προσφέρει.
Μαζί του θα βρεις ένα στυλάτο και αποτελεσματικό εργαλείο για την καθημερινότητα, χωρίς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις, μια μοτοσυκλέτα που μπορεί να γυρίσει όλον τον κόσμο με λογικές ταχύτητες και πολύ χαμηλή κατανάλωση, αξιόπιστη και πάνω απ’ όλα υπέροχα απολαυστική σε κάθε μέτρο που διανύει.
Εξοπλισμός δοκιμής: Moto Pegasus
Κράνος: Yohe 981 SV G04
Μπουφάν: Seventy Degrees SD-JR69
Κατασκευαστής / Μοντέλο | Royal Enfield Interceptor 650 |
Αντιπρόσωπος | Muvus |
Τιμή | 7,290-7,790 (ανάλογα το χρώμα) |
Εγγύηση | 2 χρόνια |
Κινητήρας | |
Τύπος | 4Τ, 2K, A/Ψ, 1ΕΕΚ, 8 βαλβίδες |
Κυβισμός (cc) | 648 |
Διάμετρος x Διαδρομή (mm x mm) | 78 x 67.8 |
Συμπίεση (:1) | 9.5 |
Τροφοδοσία | Ηλεκτρονικός ψεκασμός |
Σύστημα εξαγωγής | 2 σε 2 |
Λίπανση | Υγρό κάρτερ |
Εκκίνηση | Μίζα |
Συμπλέκτης | Υγρός πολύδισκος |
Μετάδοση | 6 σχέσεων με αλυσίδα |
Πλαίσιο | |
Τύπος | Ατσάλινο διπλό, κλειστό |
Κάστερ (°) | 24 |
Ίχνος (mm) | 105 |
Μεταξόνιο (mm) | 1,398 |
Ύψος σέλας (mm) | 793 |
Μήκος (mm) | 2,119 |
Πλάτος (mm) | 835 |
Ύψος (mm) | 1,067 |
Απόσταση εδάφους (mm) | 174 |
Βάρος (kg) | 217 (υγρό) |
Ρεζερβουάρ (lt) | 13.7 |
Αναρτήσεις | |
Μπροστά | Συμβατικό πιρούνι 41 mm |
Πίσω | Δύο αμορτισέρ, προφόρτιση ελατηρίων |
Ελαστικά | CEAT Zoom Cruz |
Μπροστά | 100/90-18 |
Πίσω | 130/70-18 |
Φρένα | |
Μπροστά | Δίσκος 320 mm, διπίστονη δαγκάνα ByBre, δικάναλο ABS |
Φρένα | Δίσκος 240 mm, δαγκάνα ενός εμβόλου ByBre, δικάναλο ABS |
Επιδόσεις | |
Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm) | 46.8 / 7,250 |
Ροπή εργοστασίου (kgm/rpm) | 5,3 / 5,150 |