Στη μακρόχρονη ιστορία της η φαμίλια των Beverly έχει φιλοξενήσει πολλούς διαφορετικούς κυβισμούς, φτάνοντας ως τα 500 κυβικά με το Cruiser πριν μερικά χρόνια.
Στην ουσία ωστόσο το χρυσωρυχείο της Piaggio ήταν οι πάντα μεσαίοι κυβισμοί, το 200 που έγινε 250 που έγινε 300. Ως πέρυσι η Euro 4 γκάμα των Beverly μετρούσε τον βασιλιά των πωλήσεων 300 και τον διάδοχο 350, ένα ντουέτο που συνεχίζει ελαφρώς παραλλαγμένο και με τη νέα γενιά των Euro 5.
Η ανανεωτική διαδικασία της Piaggio εκσυγχρόνισε το 300, μεγάλωσε το 350 σε 400 και, το σημαντικότερο, ενοποίησε τις δύο εκδόσεις Beverly σε μια κοινή πλατφόρμα.
Ο μονοκύλινδρος κινητήρας 400 ΗΡΕ κάνει το ντεμπούτο το στη νέα γενιά Beverly, προερχόμενος από τη μονάδα του Beverly 350. Η Piaggio μεγάλωσε τον κινητήρα από τα 330 στα 399 κυβικά εκατοστά αυξάνοντας τόσο τη διάμετρο, όσο και τη διαδρομή του κυλίνδρου, καταλήγοντας σε ένα σύνολο που αποδίδει σχεδόν 35 ίππους και κάτι λιγότερο από 4 χιλιογραμμόμετρα ροπής.
Η βάση του 400 είναι ίδια με αυτή του 300: πλαίσιο, αναρτήσεις, φρένα και εμφάνιση. Το μεγαλύτερο μοντέλο ξεχωρίζει από την εξάτμιση χάρη στο διπλό τελικό, τα λίγο φαρδύτερα λάστιχα, καθώς και από κάποια στοιχεία εξοπλισμού που στο μεγάλο Beverly είναι στάνταρ, όπως ο ανεμοθώρακας και η σουίτα συνδεσιμότητας ΜΙΑ.
Δέκα κιλά, δέκα άλογα και δύο λάστιχα
Με δεδομένο πως πρακτικά η γεωμετρία και εργονομία του Beverly 400 δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτή του 300, περίμενα πως η εικόνα θα ήταν πανομοιότυπη – έχοντας και τη δοκιμή του Beverly 300S πολύ πρόσφατη – και όντως έτσι ήταν.
Στην ουσία οι όποιες διαφορές πηγάζουν κατα βάση στα διαφορετικής διάστασης λάστιχα, που εδώ είναι 120/70-16 μπροστά και 150/70-14 πίσω, σε αντίθεση με τον συνδυασμό 110/70 και 140/70 του μικρότερου μοντέλου.
Η σέλα έρχεται λίγο ψηλότερα, σχεδόν ανεπαίσθητα, μα κατά τα λοιπά πρέπει να αρχίσεις να κινείσαι με το 400 για να καταλάβεις τη διαφορά.
Από το πρώτο άνοιγμα του γκαζιού είναι ξεκάθαρη η ροπή του μεγαλύτερου μοτέρ, αισθητά και άμεσα αντιληπτή. Ο τρόπος που μαζεύει φόρα αυτό το Beverly μου θύμισε έντονα το 500 Cruiser, έχει την ίδια δυνατή και τροφαντή επιτάχυνση που μόνο τα κυβικά μπορούν να προσφέρουν.
Η δυναμική του σκούτερ ωφελείται από όλα τα δωράκια που έφερε μαζί της η νέα γενιά, ήτοι το εξαιρετικό μπροστινό της Showa, τις αυξημένες διαδρομές αναρτήσεων μπρος-πίσω, το χαμηλό κέντρο βάρους, το αποτελεσματικότατο ABS 10.0 της Bosch.
Ό,τι λέγαμε για το Beverly 300 ισχύει λίγο-πολύ κι εδώ, δηλαδή η διπλή ικανότητα να δουλεύει ως μεταξένιο μαξιλάρι στην πόλη, αλλά και να ακολουθεί πιο επιθετική οδήγηση εκεί που ο αναβάτης κάνει κέφι και ο δρόμος το επιτρέπει.
Μια πρώτη διαφορά έρχεται από τα φαρδύτερα λάστιχα που κάνουν τις αντιδράσεις του Beverly 400 λίγο πιο αργές. Το μικρότερο Beverly είναι λίγο πιο ακριβές στη γραμμή του, πιο κοφτερό στην είσοδο της στροφής και αυτό γεννά περισσότερη εμπιστοσύνη στον αναβάτη.
Το Beverly 400 HPE από την άλλη θα σε φρενάρει λίγο νωρίτερα στο παιχνίδι, καθώς το άριστο μπροστινό της Showa μεταφέρει πληροφορία στα χέρια και αυτή περιλαμβάνει μια μικρή ασάφεια όταν προσπαθείς να το πιέσεις.
Με το χέρι στην καρδιά δεν μπορώ να εντοπίσω ένα μεμονωμένο σημείο που να εξηγεί την απόκλιση στη συμπεριφορά της ίδια ανάρτησης στα δύο σκούτερ.
Υπάρχουν αρκετοί υποψήφιοι “φταίχτες”. Πρώτον οι δύο εκδόσεις φορούν διαφορετικά λάστιχα: Mitas Touring Force SC το 400, Michelin City Grip το 300.
Έπειτα, το Beverly 400 HPE, έτοιμο για δρόμο, ζυγίζει 195 κιλά, 10 περισσότερα από το 300άρι αδελφάκι του.
Επίσης, βγάζει και περίπου 10 άλογα παραπάνω.
Όλες οι παραπάνω διαφορές θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί το Beverly 400 HPE χάνει λίγο στη δυναμική οδήγηση από το μικρό του αδελφάκι.
Δυνατός βολταδόρος
Το Beverly 400 HPE ωστόσο έχει άλλους άσσους στο μανίκι. Φυσικά μιλάμε για δύναμη, η οποία κάνει αισθητά τη διαφορά μεταξύ των δύο εκδόσεων, τόσο σε επιτάχυνση, όσο και σε τελική ταχύτητα.
Στο ξεκίνημα από το φανάρι το 400 παραδίδει μαθήματα στον σκουτερόκοσμο και τις μέρες που πέρασα μαζί του στην πόλη το λαμπάκι του traction control (ASR) δεν προλάβαινε να σβήσει. Κάποιοι ίσως να χαρούν γνωρίζοντας πως το κουμπί απενεργοποίησής του είναι πρώτη μούρη στο αριστερό σύμπλεγμα διακοπτών του τιμονιού.
Στον ανοικτό δρόμο βλέπει σχετικά άνετα τα 150 km/h στο κοντέρ, γεγονός που του προσφέρει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Ταξιδεύοντας σε μια φυσιολογική μέση ταχύτητα γύρω στα 100-120 km/h βρίσκεται μακριά από το ανώτατο όριο απόδοσής του και ο κινητήρας δουλεύει ξεκούραστα.
Αν το μενού σου περιλαμβάνει τακτικές διαδρομές σε αυτοκινητόδρομο, το 400 είναι ξεκάθαρα η σοφότερη επιλογή.
Σε τέτοιες συνθήκες αναδεικνύεται η εξαίρετη δουλειά που έχουν κάνει οι Ιταλοί στην εξαφάνιση των κραδασμών και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολή, μα κυριολεκτικότατα.
Καβαλάμε ένα μονοκύλινδρο 400, παρόλα αυτά οι αισθήσεις του αναβάτη δεν συλλαμβάνουν ενοχλητικό κραδασμό πουθενά, από το μισοκοιμισμένο ρολάρισμα στην πόλη ως το κυνήγι της τελικής στον ανοικτό δρόμο. Το Beverly, τόσο το 300 όσο και το 400, παραμένει απαλό και γλυκό, ξεκούραστο για τους επιβαίνοντές του σε κάθε περίπτωση.
Η κατανάλωσή του σε μέση τιμή φλερτάρει με τα 5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα, τιμή που συχνά είδαμε να πέφτει προς τα 4.5 ή να ανεβαίνει προς τα 5.2, ανάλογα με τη χρήση.
Διαχρονικό
Μετά τη δοκιμή του Beverly 300 HPE δύσκολα θα περιμέναμεκάτι λιγότερο γοητευτικό από το 400 ΗΡΕ. Η Piaggio έχει άφθονη εμπειρία στο τί χρειάζεται ο πελάτης της και ειδικά όταν μιλάμε για το best seller της, έτσι έριξε στη νέα γενιά Beverly όση προσοχή χρειαζόταν για να την κάνει καλύτερη και απολαυστικότερη από ποτέ.
Το ερώτημα είναι γιατί να επιλέξω το ένα ή το άλλο μοντέλο, και εδώ αναδύεται μια ακόμη έξυπνη προσέγγιση από την Piaggio.
Παρότι στην όψη δείχνουν τόσο ίδια, μόλις πατήσεις του μπουτόν της μίζας και γράψεις μερικά χιλιόμετρα μαζί τους, αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για δύο προτάσεις που καλύπτουν αρκετά διαφορετικές απαιτήσεις.
Το 400 θυσιάζει ένα μικρό ποσοστό της σπορ συμπεριφοράς του 300, για να σου δώσει σε αντάλλαγμα σαφώς ανώτερες εκδρομικές ικανότητες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το μεγάλο μοντέλο έχει τον ανεμοθώρακα στον βασικό εξοπλισμό και όχι έξτρα, όπως το μικρό.
Στην πόλη αμφότερες οι εκδόσεις θα συνεχίσουν να βασιλεύουν με την αξία τους, διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τα Beverly τόσο δημοφιλή και ενισχύοντάς τα σε όλα τα επίπεδα: δύναμη, περιφερειακά, εμφάνιση, πρακτικότητα.
Το μεγάλο Beverly 400 HPE κοστολογείται στα €6,290, μια τιμή που το φέρνει στην κορυφή της κατηγορίας. Δίχως άλλο η Piaggio είχε στο πλάνο της και τον βασικό ανταγωνιστή του στην αγορά, Honda SH350i, περικυκλώνοντάς το με δύο εκδόσεις που καμιά δεν συγκρίνεται άμεσα 100%, μα και οι δύο διεκδικούν την ίδια πελατεία.
Επιλέγοντας το Beverly 400 HPE αποκτάς ένα σκούτερ με βαρύ όνομα (εχέγγυο καλής μεταπώλησης), ποιοτικά φτιαγμένο και εξοπλισμένο, ικανό μέσα και έξω από την πόλη. Παίρνεις γκάζι, άνεση και αποτελεσματικότητα σε ένα πακέτο που στην ως τώρα πορεία του έχει αποδειχθεί δικαίως διαχρονικότατο.
Eξοπλισμός δοκιμής: MOTO MARKET
Κράνος: MT District SV Summit
Μπουφάν: Nordcode Aero
Γάντια - Nordcode Air Tech
Μποτάκια - Forma Cooper Camo
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Κατασκευαστής/Μοντέλο |
|
Εισαγωγέας |
Piaggio Hellas |
Τιμή |
€6,290 |
Εγγύηση |
2 χρόνια |
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ |
|
Τύπος |
4Τ, Υ/Ψ, 1Κ, 1ΕΕΚ, 4 βαλβίδες |
Χωρητικότητα (cc) |
399 |
Διάμετρος x Διαδρομή (mm) |
84 x 72 |
Σχέση συμπίεσης |
Δ.Α. |
Τροφοδοσία |
Ψεκασμός |
Συμπλέκτης |
Φυγοκεντρικός υγρός |
Τελική μετάδοση |
Αυτόματη διαρκώς μεταβαλλόμενης σχέσης (CVT) |
Μέγιστη ονομαστική ισχύς (hp/rpm) |
34.9 / 7,500 |
Μέγιστη ονομαστική ροπή (kg.m/rpm) |
3.8 / 5,500 |
ΠΛΑΙΣΙΟ |
|
Τύπος |
Ατσάλινο |
Διαστάσεις Μ x Π x Υ (mm) |
2,155 x 800 x Δ.Α. |
Μεταξόνιο (mm) |
1,550 |
Γωνία κάστερ (ο) |
Δ.Α. |
Ίχνος (mm) |
Δ.Α. |
Ύψος σέλας (mm) |
821 |
Απόσταση από έδαφος (mm) |
Δ.Α. |
Ρεζερβουάρ (l) |
12 |
Βάρος (kg) |
195 (υγρό) |
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ |
|
Εμπρός |
Τηλεσκοπικό πιρούνι 35 mm, διαδρομή 100 mm |
Πίσω |
Δύο αμορτισέρ, προφόρτιση ελατηρίων, διαδρομή 96.5 mm |
ΦΡΕΝΑ |
|
Εμπρός |
Δίσκος 300 mm, διπίστονη δαγκάνα, ABS Bosch 10.0 |
Πίσω |
Δίσκος 240 mm, διπίστονη δαγκάνα, ABS Bosch 10.0 |
ΤΡΟΧΟΙ / ΕΛΑΣΤΙΚΑ |
Mitas Touring Force SC |
Εμπρός |
120/70-16 |
Πίσω |
150/70-14 |
ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ | Keyless (εκκίνηση, άνοιγμα σέλας, τάπα ρεζερβουάρ), οθόνη TFT 5.5" με στάνταρ συνδεσιμότητα MIA, κεντρικό και πλαϊνό σταντ, ASR (με διακόπτη απενεργοποίησης στο τιμόνι), ABS, αποθηκευτικός χώρος για 2 full-face κράνη κάτω από τη σέλα, ντουλαπάκι στην ποδιά με παροχή USB 12V (που κλειδώνει με τον κεντρικό διακόπτη), χειρολαβές συνεπιβάτη, σχάρα, ανεμοθώρακας |