Το έχουμε γράψει πολλές φορές και θα το διατυπώσουμε άλλη μια. Αδιαμφισβήτητα τα νεορετρό και η στροφή προς το παρελθόν, είναι η κυρίαρχη τάση τα τελευταία χρόνια στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Υπάρχει κόσμος που όλο αυτό το δεν το θεωρεί παρά μια πρόσκαιρή “μόδα”. Aπό την άλλη, κανείς δεν μπορεί πάντως να αμφισβητήσει ότι όντως τα νεορετρό καλύπτουν πραγματικές ανάγκες.
Ας μην γελιόμαστε, όσο και αν θαυμάζουμε την τεχνολογική εξέλιξη των σύγχρονων μοτοσυκλετών, αυτές έχουν εδώ και καιρό υπερβεί το ανθρώπινο μέτρο. Δεν χρειάζονται όλοι την ισχύ, τα ηλεκτρονικά καλούδια και την υπερβατική σε όλα τα επίπεδα οδηγική συμπεριφορά. Η ζωή μας είναι ήδη αρκετά πολύπλοκη και ζορισμένη.
Δύο τροχοί για πολλούς σημαίνει απλά καθημερινή μετακίνηση και κάποιες κοντινές βόλτες όποτε βρεθεί χρόνος (και χρήμα). Το να ψάχνουν τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεδιπλώσουν τις εγνωσμένα “διαστημικές” δυνατότητες του X μοντέλου, είναι μια διαδικασία που για πολλούς και διάφορους λόγους πλέον, δεν “τους παίρνει” όλους να κάνουν.
Εδώ λοιπόν έρχονται τα νεορετρό, προσφέροντας απόλαυση και ανόθευτη μοτοσυκλετιστική εμπειρία από την στιγμή που καβαλάς πάνω τους, ή μάλλον καλύτερα, από την στιγμή που θα τα αντικρίσεις το πρωί, λίγο πριν σε πάνε στη δουλειά σου, από το ίδιο βαρετό κατά τα άλλα καθημερινό δρομολόγιο.
Κάπως έτσι και εμείς λοιπόν, βρήκαμε την ευκαιρία για να κάνουμε μια ωραία βόλτα με τέσσερα νεορετρό μοντέλα. Το Harley-Davidson 883 Iron, αντιπροσώπευσε την αμερικανική σχολή, τα Royal Endfiled Interceptor 650 και Trumph Bonneville Τ100, την βρετανική σχολή και το Moto Guzzi V7 III Stone S, την σχολή… της Moto Guzzi. Όλες οι μοτοσυκλέτες έχουν ένα ιστορικό υπόβαθρό, ακόμα και το Royal Enfield, που αδίκως μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ότι πάσχει σε αυθεντικότητα… από το 1955 κατασκευάζει μοτοσυκλέτες η Royal Enfield στην Ινδία και μάλιστα υπήρξε μακράν η πιο συνεπής εταιρεία στο κλασικό πρότυπο, εδώ και δεκαετίες.
Για το 883 Iron δεν χρειάζονται συστάσεις φυσικά, αποτελεί την εισαγωγική μοτοσυκλέτα στον κόσμο της Harley-Davidson αλλά και μια πιο ευέλικτη και ελαφριά σε σχέση με το μεγαλύτερα μοντέλα της εταιρείας πρόταση, ικανή για καθημερινή μετακίνηση και εξαιρετικές βόλτες.
To Moto Guzzi V7 III Stone S, είναι άλλη μια έκδοση βασισμένη στην... φλέβα χρυσού της ιταλικής εταιρείας, που εκμεταλλεύεται απλά το ένδοξο παρελθόν της. Είναι “γυμνό”, με και έχει φυσικά αερόψυκτο εγκάρσιο V2 κινητήρα και μετάδοση με άξονα. Αυτά τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά αποτελούν το... ΠΟΠ της Guzzi, συνδυασμένα βέβαια με μια ρετρό εμφάνιση και πανέμορφες λεπτομέρειες.
Στο παρελθόν της βασίζεται και η Triumph, με το T100 να αναπαράγει στο σήμερα τις γραμμές και την φύση της θρυλικής Boneville. Η μοτοσυκλέτα φέρει τον νέο, υγρόψυκτο high – torque κινητήρα, πάντα σε παράλληλη διάταξη των κυλίνδρων και αποτελεί την μεσαία πρόταση στην γκάμα, ανάμεσα στα Street Twin και στην μεγάλη Bonnie Τ120.
Πρωί λοιπόν, την ώρα που ξεκινάνε όλες οι καλές βόλτες, συγκεντρωθήκαμε λίγοι έξω από την Αθήνα για μια βόλτα σε μια διαδρομή κομμένη και ραμμένη για αυτές τις μοτοσυκλέτες.
Αν ένα από αυτά τα μοντέλα αρκεί από μόνο του για τραβήξει τα βλέμματα φανταστείτε τι γίνεται με τέσσερα! Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην γυρίσει να κοιτάξει τις τέσσερις διατεταγμένες στην σειρά κυρίες και σίγουρα η παρουσία τους αποτέλεσε το θέμα συζήτησης της ημέρας στην τοπική κοινωνία.
Το ποια είναι πιο όμορφη, είναι κάτι το όποιο βασίζεται καθαρά στην υποκειμενική κρίση του καθενός, το μόνο που χρειάζεται να ειπωθεί είναι ότι όλες τους, αναπαράγουν πιστά και με συνέπεια την σχολή που η κάθε μια αντπροσωπεύει. Σε ότι αφορά στην ποιότητα κατασκευής, ως μοτοσυκλέτες που “δείχνονται” και έχουν σχεδόν τα πάντα σε κοινή θέα, η προσοχή που έχει δοθεί από τους κατασκευαστές είναι πολύ μεγάλη. “Χειρότερη” δεν υπάρχει και όλες έχουν κάποια στοιχεία που μαγνητίζουν το βλέμμα και ξυπνάνε τις αισθήσεις. Θα λέγαμε ότι η Βοnneville Τ100 έχει πάντως ένα προβάδισμα, όντας πιο ραφιναρισμένη και με μεγαλύτερη προσοχή στην λεπτομέρεια.
Το σήμα για εκκίνηση της βόλτας δίνεται, φοράμε τα δέρματα μας (γιατί δέρμα πρέπει σε αυτή την περίπτωση...) και μέσα σε μισό λεπτό, η περιοχή γεμίζει από υπόκωφα και αρκούντως φιμωμένα μουμπουνητά, 4 ζευγών εξατμίσεων. Όχι σε όλες τις περιπτώσεις πάντως. Το 883 μας παραδόθηκε με Vance & Haynes ανοικτά τελικά και ήταν μακράν το πιο “φωνακλάδικο” με έναν πολύ ωραίο παραγόμενο ήχο!Σε πρώτη φάση ο ρυθμός είναι πολύ χαλαρός, “ρολάρουμε” στον καλής ποιότητας επαρχιακό δρόμο και αλλάζουμε συχνά τις μοτοσυκλέτες μεταξύ μας για να πάρουμε μια πρώτη γεύση από τις διαφορές τους.
Πρώτη στάση και κουβεντούλα λοιπόν με τις εντυπώσεις να αφορούν πρωτίστως και κυρίως στην αίσθηση. Το Moto Guzzi και το Harley-Davidson, έχουν αμφότερα έναν έντονο χαρακτήρα, μια μοναδικότητα στην αίσθηση τους, που αποτελεί συνδυασμό πολλών πραγμάτων. Είναι οι μοτοσυκλέτες που θα λέγαμε ότι μπορείς να τις καταλάβεις ακόμα και αν υπήρχε τρόπος να τις οδηγήσεις με κλειστά μάτια, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες.
Το Triumph και το Royal Enfeld μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους και αυτό οφείλεται φυσικά στην διάταξη του δικύλινδρου σε σειρά κινητήρα αλλά και στον στρόφαλο των 270 μοιρών που έχουν και στις δύο περιπτώσεις επιλέξει οι κατασκευαστές τους. Παλιότερα, τα βρετανικά δικύλινδρα είχαν 360 στρόφαλο και πάρα πολλούς κραδασμούς, στην προκειμένη περίπτωση όμως υπάρχουν ευχάριστοι παλμοί και μια μεστή αίσθηση στο άνοιγμα του γκαζιού.
To Βοnneville και το Interceptor, έχουν επίσης τις πιο “ουδέτερες” θέσεις οδήγησης με την προσαρμογή πάνω τους, να γίνεται άμεσα. To Μoto Guzzi φέρνει τα πόδια πιο μπροστά και πιο ψηλά σε σχέση με τα άλλα ενώ το Harley-Davidson τοποθετεί τον κορμό στην πιο όρθια θέση απ΄όλα τα άλλα, απέχοντας πολύ πάντα από τις ακραίες cruising στάσεις σώματος. Είναι επίσης και μονόσελό, οπότε αν δεν αγοραστεί εξτρά σέλα, τον συνεπιβάτη απλά τον ξεχνάς. Πάντως σε γενικές γραμμές είναι όλα άνετα και παραμένουν έτσι για όσο διαρκέσει μια μεγάλη βόλτα πριν την πρώτη στάση.
Μετά την πρώτη ανασυγκρότηση μας λοιπόν, το πρόγραμμα ήταν πιο “ελεύθερό” με την έννοια ότι μπορούσαμε να οδηγήσουμε τις μοτοσυκλέτες όπως θέλαμε,καθορίζοντας και πάλι τακτικές αλλαγές μεταξύ μας, για να έχουμε μια πλήρη οδηγική εμπειρία από όλες. Σε πιο σβέλτους ρυθμούς λοιπόν, όλες εντυπωσιάζουν με τον τρόπο τους.
Ξεκινάμε με το Harley-Davidson, που στερεοτυπικά (και λανθασμένα όπως αποδείχτηκε) περιμέναμε όλοι να είναι το λιγότερο δεκτικό σε αυτή την χρήση. Καμία σχέση! Τα τελευταία χρόνια η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά και στην οδηγική συμπεριφορά μέσα από την γενικότερη αναθεώρηση πλαισίου, αναρτήσεων και φρένων. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει περισσότερο στο 883 είναι οι αναρτήσεις του και το πόσο άνετες είναι αυτές, χωρίς σε καμία περίπτωση να κάνουν εκπτώσεις στην συμπεριφορά τους. Σε συνδυασμό με την γρήγορη -για τα δεδομένα των cruiser- γεωμετρίας και του στιβαρού πλαισίου, η μοτοσυκλέτα εντυπωσιάζει ευχάριστα με την ανταπόκριση της σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Η συμπεριφορά της είναι καθ όλα προβλέψιμη, κρατά τις γραμμές της με σιγουριά και σταθερότητα και προσφέρει αίσθηση και σβέλτη απόκριση στις εντολές του αναβάτης. Θα λέγαμε ότι μάλλον μοιάζει περισσότερo με roadster μοντέλο παρά με cruiser, τουλάχιστον σε αυτή την χρήση. Τα φρένα είναι ισχυρά και σταματούν την μοτοσυκλέτα με σιγουριά, ενώ ο κινητήρας έχει την ροπή -αλίμονο ε;- για να συνδράμει με τον τρόπο του σε αυτή την ευχάριστη εμπειρία οδήγησης.
Το V7 III Stone S, τιμά την ιταλική καταγωγή του και παρά το ότι τα χαρακτηριστικά του δεν προϊδεάζουν για κάτι τέτοιο, αποδείχθηκε αρκούντως sport, εντός των ορίων της κατηγορίας πάντα. Έχει ένα εξαιρετικό μπροστινό, τόσο σε ότι αφορά στο πιρούνι όσο και στο φρένο (τετραπίστονη brembo...) και το στιβαρό πλαίσιο εγγυάται ότι η μοτοσυκλέτα ακολουθεί ως ενιαίο κομμάτι τις γραμμές που επιλέγει ο αναβάτης. Αριστεύσει στο ανοικτό – μεσαίο στροφιλίκι όπου μπορεί να κινηθεί πολύ γρήγορα, ενώ στα πιο κλειστά κομμάτια απαιτεί λίιιγη παραπάνω προσπάθεια στις γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης. Εξαιρετικός ο κινητήρας του, με μεγάλα αποθέματα ροπής και φανταστικές μεσαίες, ελαχιστοποιεί τις αλλαγές ταχυτήτων και επιταχύνει αρκετά γρήγορα την μοτοσυκλέτα στις εξόδους των καμπών.
To Royal Enfield Ιnterceptor, έχει την πιο ελαφριά αίσθηση όλων και την μεγαλύτερη προθυμία για είσοδο στις στροφές, με τα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά, να είναι τα πιο "γρήγορα", ανάμεσα στις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού. Όσο ο ρυθμός είναι λογικός, μπορεί να κινηθεί σβέλτα χωρίς κανένα πρόβλημα. Το κέντρο βάρους του είναι πολύ χαμηλό και είναι προτιμότερο να οδηγείται με εμφατικό πλάγιασμα του κορμού στο εσωτερικό των στροφών, ενώ το μοτέρ, παρά τα λιγότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες τις δοκιμής κυβικά, έχει αρκετό “τσαγανό” στο άνοιγμα του γκαζιού, χωρίς να απαιτεί ιδανικό συνδυασμό στροφών και επιλεγμένης σχέσης για αν αποδώσει. Μόνο όταν αρχίσει να πιέζεται αρκετά, και μάλλον ασύμβατα για την φύση του, θα αρχίσουν οι ασάφειες από μπροστινό βάζοντας φρένο σε αυτή την προσπάθεια. Για τον χαρακτήρα του και την κατηγορία στην οποία ανήκει πάντως, δεν υστερεί σε καμία περίπτωση!
Η Bonneville έχει την πιο ουδέτερη, “σύγχρονη” και ισορροπημένη συμπεριφορά σε σχέση με τις άλλες μοτοσυκλέτες. Μπορεί να προσαρμοστεί σε ότι τις ζητήσει ο οδηγός της, από υπερχαλαρή βόλτα μέχρι αρκετά γρήγορο τέμπο, ανταποκρινόμενη άμεσα, χωρίς να προβληματίζει πουθενά. Το μόνο σημείο στο οποίο υπολείπεται και αυτό σε σχέση με το Guzzi, είναι το μπροστινό φρένο, όχι γιατί υπάρχει κάποιο θέμα με την διπίστονη δαγκάνα μπροστά, αλλά γιατί πολύ απλά, το V7 είναι εξαιρετικό σε αυτό τον τομέα. Ο δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας νέας γενιάς είναι τέλειος, με μελετημένη από την Triumph αίσθηση, απίστευτα γλυκιά ροπή και απόδοση και “χειρουργικό” κιβώτιο, ενώ οι αναρτήσεις πετυχαίνουν άριστη ισορροπία μεταξύ άνεσης και απόδοσης. Και ενώ όλα αυτά φαντάζουν θετικά (και είναι!) κάποιοι, ενδέχεται να εκλάβουν αυτή την ουδετερότητας ως έλλειψη χαρακτήρα. Δεν το δικαιολογούμε απόλυτα αλλά το δεχόμαστε ως άποψη.
Αν συγκρίνει κανείς την Bonneville T100 με οποιοδήποτε σύγχρονο μοντέλο, ακούγεται τρελό, η μοτοσυκλέτα έχει αναμφίβολα ξεχωριστή αίσθηση και χαρακτήρα. Σε σύγκριση με τις μοτοσυκλέτες τις δοκιμής όμως, ειδικά το 883 και το V7 που έχουν έντονα και προεξέχοντα χαρακτηριστικά, η Αγγλίδα εμφανίζεται πιο μετριοπαθής, σε μια προσπάθεια να τους ικανοποιήσει όλους.
Αυτή η προσέγγιση είναι τελικά και το κλειδί για να βγει το τελικό πόρισμα του ποια είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα αυτής της σύγκρισης.
Βάζοντας κάτω όλα τα στοιχεία και χρησιμοποιώντας μια οικονομοτεχνική οπτική, η απάντηση είναι εύκολη: η Bonneville T100. Αποδίδει παντού άνω του μέσου όρου, δεν έχει καμία “ιδιοτροπία”, φέρει ABS και Traction Control, είναι πολύ ποιοτικά κατασκευασμένη και έχει τον μεγαλύτερο σε κυβισμό κινητήρα. Δεύτερη επιλογή; H Royal Enfield Interceptor 650, που αποτελεί -με διαφορά- τον πιο οικονομικό τρόπο για να μπει κανείς στον κόσμο των νεορετρό, χωρίς να υπολείπεται σημαντικά έναντι των ανταγωνιστών της (με την ευρεία έννοια ανταγωνιστές βέβαια...)
Το θέμα όμως στην συγκεκριμένη κατηγορία, είναι ότι η προσέγγιση αυτή δεν ταιριάζει. Έτσι επιλέγεις scooter ή commuter και όχι πάντα, ακόμα και σε αυτές τις κατηγορίες, η υποκειμενική θεώρηση και το προσωπικό γούστο, πολλές φορές κυριαρχούν απέναντι στην στυγνή λογική.
Άντε να βγάλεις άκρη τώρα λοιπόν σε αυτή την κατηγορία, που η λογική δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καμία περίπτωση ούτε καν ως “εργαλείο” για να αιτιολογήσει την ύπαρξη της. Γιατί με βάση την λογική, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκτήσει κάποιος μια “ρετρό” μοτοσυκλέτα εν έτη 2020, όταν με τα ίδια χρήματα αγοράζει σαφώς πιο σύγχρονα, ικανά, εξοπλισμένα και εξειδικευμένα δίτροχα. Τρελό ξενέρωμα ε;
Αν το προχωρήσουμε περισσότερο όμως, ούτε η μοτοσυκλέτα ως όχημα, έχει κάποια λογική, οπότε αν υπάρχει ένα συμπέρασμα είναι αυτό: “να πάει να γ@#%&εί η λογική”, έχουμε άλλο όργανο πιο χαμηλά από τον εγκέφαλο (την καρδιά πόσο πιο χαμηλά πήγατε; ) το οποίο πρέπει επίσης να το ακολουθούμε.
Λοιπόν, ποια είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα του συγκριτικού μα βάση την καρδιά; Απαντούμε με ερώτηση επίσης: Ποιο είναι το καλύτερο συγκρότημα; Oι Led Zeppelin ή οι Pink Floyd; Οι Beatles ή οι Rolling Stones;
Eδώ λοιπόν έχουμε τέσσερις εταιρείες εν ήδη πολύ καλών Tribute Band, που διασκευάζουν παλιές κλασικές επιτυχίες.
Κανένας δεν μπορεί να να αμφισβητήσει ούτε την κλασσικότητα, ούτε την επιτυχία τους. Το τι ταιριάζει σε εσάς είναι καθαρά υποκειμενικό και όπως δεν χωράνε αντικειμενικές συζητήσεις στο αν το Stairway to Heaven είναι “καλύτερο” από το Shine on you Crazy Diamond, έτσι ακριβώς δεν μπορεί να καθοριστεί το ποια μοτοσυκλέτα από αυτές τις τέσσερις, είναι “καλύτερη” από τις άλλες.
Απλά πριν καταλήξει κανείς στο τι του αρέσει καλό είναι να τις οδηγήσει όλες. Έστω και για να διαμορφώσει άποψη, χωρίς απαραίτητα να αγοράσει.
Κατασκευαστής | Harley-Davidson | Moto Guzzi V7 III Stone S | Royal Enfield | Triumph Motorcycles Ltd |
Μοντέλο | 883 Iron | V7 III Stone S | Interceptor 650 | Bonneville T100 |
Αντιπρόσωπος | Harey-Davidson Athena | Piaggio Hellas | MOTOSTUFF | ΗΛΙΟΦΙΛ ΑΕ |
Τιμή | 11.790 | 9.980 | 7.290 | 10.590 |
Εγγύηση | 2 χρόνια | 2 χρόνια | 2 χρόνια | 2 χρόνια |
Κινητήρας | ||||
Τύπος | Τετράχρονος, δικύλινδρος V, αερόψυκτος, 2 βάλβιδος, ωστήροα | Tετράχρονος, δικύλινδρος V, αερόψυκτος, 2βάλβιδος, ωστήρια | Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, αερόψυκτος, 4 βάλβιδος, 1 ΕΕΚ | Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, υγρόψυκτος, 4 βάλβιδος, 1 ΕΕΚ |
Κυβισμός (c.c.) | 883 I | 744 | 648 | 900 |
Συμπίεση (:1) | 9 | Δ.Α. | 9,5 | 10,5 |
Διάμετρος x Διαδρομή (mm x mm) | 76,2X 96,8 | 80 x 74 | 78x67,8 | 84,6Χ80 |
Τροφοδοσία | Ψεκασμός | Ψεκασμός | Ψεκασμός | Ψεκασμός |
Σύστημα εξαγωγής | Δύο σε δύο | Δύο σε δύο | Δύο σε δύο | Δύο σε δύο |
Λίπανση | Ξηρό κάρτερ με αντλία λαδιού | Υγρό κάρτερ με αντλία λαδιού | Υγρό κάρτερ με αντλία λαδιού | Υγρό κάρτερ με αντλία λαδιού |
Συμπλέκτης | Μηχανικός | Mηχανικός | Μηχανικός | Μηχανικός |
Κιβώτιο ταχυτήτων | 5 σχέσεων | 6 σχέσεων | 6 σχέσεων | 5 σχέσεων |
Μετάδοση | Ιμάντας | Αξονας | Αλυσίδα | Αλυσίδα |
Πλαίσιο | ||||
Τύπος | Ατσάλινο, σωληνωτό | Ατσάλινο σωληνωτό | Ατσάλινο σωληνωτό | Ατσάλινο σωληνωτό |
Κάστερ (°) | 30 | 26,4 | 24 | 25,5 |
Ίχνος (mm) | 117 | 106 | 105 | 104 |
Πλάτος (mm) | Δ.Α. | Δ.Α. | 740 | 715 |
Μεταξόνιο (mm) | 1.515 | 1.445 | 1.398 | 1.450 |
Ύψος (mm) | Δ.Α. | 1.110 | 1.024 | 1.100 |
Ύψος σέλας (mm) | 760 | 770 | 793 | 790 |
Απόσταση εδάφους (mm) | 140 | 150 | 174 | Δ.Α. |
Βάρος (kg) | 247 | 189 | 198 | 213 |
Ρεζερβουάρ / Ρεζέρβα (lt) | 12,5 | 21 | 12,5 | 14,5 |
Αναρτήσεις | ||||
Μπροστά | Συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι | Τηλεσκοπικό πιρούνι διαμέτρου 40 mm, διαδρομή 130 mm | Συμβατικό πιρούνι, διάμετρος καλαμιών 41χλστ., διαδομή 110χλστ. | Συμβατικό πιρούνι, διάμετρος καλαμιών 41χλστ., διαδομή 120χλστ. |
Πίσω | Δ'υο αμορτρισέρ, προφόρτιση ελατηρίου | Δύο αμορτισέρ με ρύθμιση προφόρτισης, διαδρομή 93 mm | Δύο αμορτισέρ με ρύθμιση προφόρτισης, διαδρομή 88 mm | Δύο αμορτισέρ με ρύθμιση προφόρτισης, διαδρομή120 mm |
Ελαστικά | ||||
μπροστά | 100/90-19 | 100/90-18 | 100/90-18 | 100/90-18 |
Πίσω | 150/80-16 | 130/80-17 | 130/70-18 | 150/70-17 |
Φρένα | ||||
Μπροστά | Μονός δίσκος με διπίστονη δαγκάνα, ABS | Δίσκος 320 mm, τετραπίστονη πλευστή δαγκάνα Brembo, ABS | Δίσκος διαμέτρου 320mm, διπίστονη δαγκάνα, ABS | Δίσκος 310 mm με πλευστή δαγκάνα Nissin 2 εμβόλων και ABS |
Πίσω | Μονός δίσκος με διπίστονη δαγκάνα, ABS | Δίσκος 260mm, διπίστονη πλευστή δαγκάνα, ABS | Δίσκος διαμέτρου 240mm, δαγκάνα ενός εμβόλου, ABS | Δίσκος 255 mm με πλευστή δαγκάνα Nissin 2 εμβόλων και ABS |
Επιδόσεις | ||||
Ισχύς εργοστασίου (ίπποι / στροφές) | Δ.Α. | 52/6,200 | 47/7.100 | 55/5.900 |
Ροπή εργοστασίου (χλγρμ / στροφές) | 6,9 / 4.750 | 6.1/4,900 | 5,3/4.000 | 8,2/3.230 |