Δεν γίνεται να μιλήσουμε για την Indian αν δεν αναφερθούμε έστω και πολύ σύντομα στην ιστορία της αμερικάνικης εταιρίας, που παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και το παρατεταμένο διάστημα που έμεινε “στα χαρτιά” μετά την πτώχευσή της, το όνομά της δεν ξεχάστηκε ποτέ από τους φίλους των δύο τροχών, ειδικά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Μια σύντομη ματιά στην ιστορία της Indian Motorcycle
Hendee Manufacturing Company. Αυτό ήταν το όνομα της Indian το 1897 όταν και ιδρύθηκε από τον George M. Hendee. Ο Hendee ξεκίνησε την εταιρία του κατασκευάζοντας ποδήλατα με ονόματα όπως Silver King, Silver Queen και American Indian. Αυτό το τελευταίο ήταν μάλλον και το πιο εύηχο με τον Hendee να κόβει τελικά το “American ” και να κρατά μόνο το “Indian” για τα ποδήλατα που πουλούσε.
Τρία χρόνια μετά ο Hendee προσέλαβε τον άνθρωπο κλειδί που ακούει στο όνομα Oscar Hedstrom, τον άνθρωπο με τον οποίο συνίδρυσε την Indian. Ο Hedstrom ήταν μηχανικός και είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει τους δικούς του μικρούς κινητήρες για χρήση σε ποδήλατο. Παράλληλα έφτιαχνε και ποδήλατα που είχαν αποκτήσει την δική τους καλή φήμη ως ελαφρύτερα και πιο ανθεκτικά από άλλων κατασκευαστών, ενώ έτρεχε και σε ποδηλατικούς αγώνες όπως και ο Hendee. Όπως καταλαβαίνετε ήταν σχεδόν γραφτό να βρεθούν αυτοί οι δύο. Το πρώτο μοντέλο της Indian που σήμανε και την γέννησή της έκανε την εμφάνισή του το 1901 και άρχισε να πωλείται στο κοινό το 1902, με την ίδια την εταιρία ωστόσο να αλλάζει επίσημα το όνομά της από Hendee Manufacturing Company σε Indian Motocycle Manufacturing Company το 1923 , αρκετά χρόνια μετά αφότου είχαν αποχωρήσει από αυτή τόσο ο Hedstrom όσο και Hendee.+
Οι αγωνιστικές επιτυχίες δεν άργησαν να έρθουν αφού μόλις το 1903 ο ίδιος ο Hedstrom κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας επιτυγχάνοντας τελική 90,12 χλμ./ώρα., ενώ το 1911 η Indian κατέλαβε τις τρεις πρώτες θέσεις στο Isle of Man Tourist Trophy, έξι χρόνια μετά την δημιουργία του πρώτου V2 στην ιστορία της εταιρίας. Οι αγωνιστικές επιτυχίες της Indian οδήγησαν σε δραματική αύξηση των πωλήσεων και την δεκαετία του ’10 η αμερικάνικη εταιρία ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στον κόσμο.
Ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε τα πρώτα προβλήματα για την Indian, η οποία άφησε ουσιαστικά τους dealer της χωρίς προϊόν, στην προσπάθειά της να καλύψει τις ανάγκες του αμερικάνικου στρατού και αυτό το τίμημα το πλήρωσε μετά τη λήξη του πολέμου αφού πολλοί από τους πελάτες της είχαν στραφεί σε άλλους κατασκευαστές.
Την δεκαετία του 20 η Indian γνώρισε ξανά επιτυχία με τα V2 Scout και Chief, ενώ την 10ετία του ’30 συγχωνεύτηκε με την Du Pont Motors και συνέχισε έτσι μέχρι τα μέσα της επόμενης 10ετίας, όταν και εξαγοράστηκε από τον Ralph B. Rogers. Η οικονομική κακοδιαχείριση ήταν ήδη εμφανής και η αλλαγή στα μοντέλα της εταιρίας που εγκατέλειψε το Scout (κράτησε το Chief) και επικεντρώθηκε στην δημιουργία μικρών σε κυβισμό μοτοσυκλετών δεν βοήθησε καθόλου. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να βάλει επίσημα λουκέτο το 1953.
Από τότε τα δικαιώματα του ονόματος της Indian πέρασαν από διάφορα χέρια με πιο σοβαρή προσπάθεια για την αναβίωσή της εκείνη που έγινε στις αρχές αυτού του αιώνα. Η νέα τότε Indian (πλήρες όνομα Indian Motorcycle Company of America), που προέκυψε από την συγχώνευση εννέα διαφορετικών εταιριών (!), ξεκίνησε να κατασκευάζει τρία μοντέλα με κινητήρες της S&S, τα Chief, Scout και Spirit, κάτι που έκανε μέχρι και την πτώχευσή της που ήρθε το 2003.
Όλα τα δικαιώματα του ιστορικού αμερικάνικου ονόματος αγοράστηκαν τελικά από τον όμιλο της Polaris Industries το 2011. Με τα δολάρια της αμερικάνικης πολυεθνικής να ρέουν άφθονα, αλλά και την τεχνογνωσία που είχε αποκτήσει από την δική της μάρκα μοτοσυκλετών, τις Victory, το 2013 παρουσιάστηκε ο άκρως εντυπωσιακός σε σχεδίαση V-2 με την χαρακτηριστική ονομασία Thunder Stroke 111. Έτσι σήμανε και επίσημα το νεότερο και τελευταίο μέχρι στιγμής κεφάλαιο στην πολυτάραχη ιστορία της αμερικάνικης φίρμας. Μόνο που αυτή τη φορά φαίνεται πως οι βάσεις έχουν μπει πολύ γερά και το μέλλον μόνο αισιόδοξο μπορεί να είναι για Indian Motorcycle.
Ινδιάνικη βόλτα στο Σούνιο
Ξεκινώντας από το κατάστημα της Legendary Rides στο Μαρούσι βρεθήκαμε αρχικά στη σέλα του άκρως εντυπωσιακού Chieftain με προορισμό το Σούνιο. Μου φαίνεται περίεργο και για αυτό το επισημαίνω αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνω σε αμερικάνικη μοτοσυκλέτα, η οποία δεν έχει στο ρεζερβουάρ της το διάσημο “Bar and Shield” logo αλλά το κεφάλι ενός Ινδιάνου!
Πριν φυσικά ανέβω στην Chieftain ήταν αδύνατο να μην προσέξω την εξαιρετικά υψηλή ποιότητα κατασκευής της. Εξαιρετική συναρμογή και συναρμολόγηση, υποδειγματική ποιότητα βαφής, όπως υποδειγματική είναι και η ποιότητα του χρωμίου όπου και αν βρίσκεται αυτό και ακόμη περισσότερο στον εντυπωσιακό αερο-ελαιόψυκτοThunderstroke με την περιεχόμενη γωνία των 49 μοιρών για τους δύο κυλίνδρους του και χωρητικότητα 111 κυβικές ίντσες που μεταφράζονται σε 1.811 κ.εκ.
Η μεγάλη δερμάτινη σέλα σε υποδέχεται χαμηλά, όπως άλλωστε περιμένεις από μία μοτοσυκλέτα της κατηγορίας χαρίζοντάς σου περισσή άνεση. Κλασικά η ισχύς δεν ανακοινώνεται αλλά η ανακοινώσιμη ροπή ανέρχεται σε 15,4 κιλά στις 3.000 σ.α.λ. Η ροπή φτάνει και περισσεύει για να κινήσει με χαρακτηριστική άνεση μια μοτοσυκλέτα 358 “άδειων” κιλών. Ναι, έχουμε ξεκινήσει ήδη και αυτά τα κιλά δεν φαίνονται πουθενά αφού οι άνθρωποι της Indian έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά με την κατανομή του βάρους, ενώ και η σέλα που απέχει μόλις 650 χλστ. από το έδαφος βοηθά με το παραπάνω στην πολύ καλή αίσθηση που προσφέρει η Chieftain, η οποία πλησιάζει τον μισό τόνο με αναβάτη, γεμάτο ρεζερβουάρ και τα υπόλοιπα υγρά της πλήρη. Σύμμαχος του αναβάτη είναι και το φαρδύ τιμόνι πάνω στο οποίο στηρίζεται το μεγάλο φέρινγκ και γενικά η προσεγμένη θέση οδήγησης ποσφέρει πολύ καλό έλεγχο πέρα από άνεση.
Η Chieftain επιταχύνει δυναμικά σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού με το γουργουρητό από το μοτέρ να αποτελεί πολύ καλό “σύντροφο” σε αργές και γρήγορες βόλτες, εφόσον δεν έχετε ενεργοποιήσει το εξαιρετικό σύστημα πολυμέσων της μοτοσυκλέτας. Αυτό το τελευταίο είναι πραγματικά άξιο προσοχής τόσο με τα 100 Watt ισχύος των ηχείων του όσο και με τις δυνατότητες πληροφόρησης που προσφέρει η φανταστική οθόνη αφής με διαγώνιο 7 που προσφέρει απροβλημάτιστο έλεγχο ακόμη και όταν φοράτε γάντια. Οι πληροφορίες που προσφέρει δε είναι overkill ενώ και ο τρόπος που της παρουσιάζει είναι από μόνος του ένα κεφάλαιο, δίνοντας παράλληλα την δυνατότητα στον αναβάτη για τρομερή «split screen» εξατομίκευση, ώστε να φτάνουν στα μάτια του μόνο αυτά που θέλει να δει εκείνος.
Φυσικά συνδέεται με το έξυπνο κινητό σας εύκολα και γρήγορα,, το οποίο μπορείτε να τοποθετήσετε με ασφάλεια σε μικρή θηκούλα στην κορυφή του φέρινγκ, ενώ το σύστημα διαθέτει και GPS. Τα πάντα ελέγχονται χωρίς δυσκολία, αλλά έπειτα από τον απαραίτητο χρόνο εξοικείωσης από τα χειριστήρια στα γκριπ και από μεγάλα κουμπιά κάτω από την οθόνη. Να σημειωθεί εδώ ότι οι σκληρές βαλίτσες ελέγχονται ηλεκτρομαγνητικά και δεν αναγκάζουν να ψάχνεις για κλειδί κάθε φορά που θέλεις να πάρεις ή να αφήσεις κάτι, το οποίο είναι ούτως ή άλλως keyless.
Η Chieftain ταξιδεύει αρχοντικά, ενώ το ίδιο αρχοντικά παίρνει και κλίσεις στις στροφές δείχνοντας αμέσως ότι δεν… χαμπαριάζει ούτε σε πίεση. Τόσο το συμβατικό πιρούνι με διάμετρο καλαμιών στα 46 χλστ. όσο και το μονό παρακαλώ αμορτισέρ ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το βαρύ “κορμί” της αμερικάνικης μοτοσυκλέτας, με τα μεγάλα μαρσπιέ να μην βρίσκουν εύκολα κάτω για τον χαρακτήρα της.
Το πλαίσιο είναι παράλληλα όσο στιβαρό χρειάζεται και η αργή γεωμετρία, στα πρότυπα της κατηγορίας (150 χλστ. ίχνος, 25 μοίρες κάστερ) συνδυάζεται με μεταξόνιο που φτάνει τα 1.668 χλστ. για ένα τελικό αποτέλεσμα που εμπνέει εμπιστοσύνη σε κάθε συνθήκη. Σε γενικές γραμμές σε αυτή την πρώτη επαφή μου από την Chieftain έμεινα ικανοποιημένος και γοητεύτηκα από την συνοχή που παρουσιάζει στον δρόμο με μόνο σημείο που χωρά παρατήρηση να είναι τα φρένα αφού παρά τους δύο δίσκους των 300 χλστ. εμπρός που συνδυάζονται με 4πίστονες δαγκάνες και τον επίσης 300άρη πίσω δίσκο (διπίστονη) περίμενα κάτι περισσότερο στο κομμάτι της δύναμης. Ίσως γιατί η Chieftain με την πολύ καλή συμπεριφορά της και τον ροπάτο κινητήρα και την γλυκιά απόκριση στο γκάζι με προδιέθετε διαρκώς να κινηθώ πιο γρήγορα από όσο αρμόζει στον χαρακτήρα τους.
Να και ο Ανιχνευτής!
Κατεβαίνοντας από την Chieftain και ανεβαίνοντας στην μικροσκοπική σε σχέση με αυτή Scout, ένας άλλος διαφορετικός κόσμος ανοίγεται μπροστά σου. Άλλου παπά ευαγγέλιο. Το bobber της Indian είναι όπως και να το κάνεις πιο… μαγκιόρικο. Μικρή σκληρή σέλα, σαφώς πιο επιθετική θέση οδήγησης, παρόλο που τα πόδια τοποθετούνται μπροστά και εντελώς διαφορετική αίσθηση που πηγάζει από το σημαντικά χαμηλότερο κενό βάρος των 247 κιλών, το σαφώς πιο κοντό μεταξόνιο των 1.562 χλστ., τη στιγμή που το ίχνος ορίζεται εδώ στα 120 χλστ. και η κάστερ στις 29 μοίρες. Οι δύο αυτές μοτοσυκλέτες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους όπως καταλαβαίνετε και εσείς και το Scout σου δείχνει αμέσως ότι είναι το μοντέλο που θα προτιμήσεις (όχι απαραίτητα) για να μπεις στον κόσμο της Indian αλλά και εκείνο που μπορείς να χρησιμοποιείς και για τις καθημερινές σου μετακινήσεις.
Απέναντι στην αρχοντιά της Indian, το Scout προτάσσει έναν σαφώς πιο εύθυμο και παιχνιδιάρικο χαρακτήρα που ενισχύεται και από τον εξαιρετικό υγρόψυκτο V2 κινητήρα των 1.133 κ.εκ. που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μπορείτε να περιμένετε από μια μοτοσυκλέτα αυτής της κατηγορίας: οι 94 ίπποι και τα 10 κιλά ροπής που αποδίδει λένε την μισή αλήθεια με την άλλη μισή να συμπληρώνεται από την ευστροφία αλλά και την γεμάτη απόδοση σε όλη σχεδόν την κλίμακα των στροφών! Το Scout είναι πραγματικά ευχάριστο, αν και “βρίσκει” πολύ πιο εύκολα κάτω από την Chieftain (!). Φρενάρει καλά παρά τον μονό δίσκο των 298 χλστ. μπροστά, επιταχύνει δυνατά και αποδεικνύεται στιβαρό μέσα στη στροφή εμπνέοντας εμπιστοσύνη, αφού τόσο το πιρούνι όσο και τα διπλά αμορτισέρ κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η πολύ καλή του εικόνα στο δρόμο συμπληρώνεται από την πολύ καλή ποιότητα κατασκευής που κυμαίνεται στα ίδια σχεδόν επίπεδα με εκείνη της Chieftain. Μια προσεκτική ματιά από κοντά θα σας πείσει και εσάς με το φινίρισμα του κινητήρα να κλέβει και σε αυτή την περίπτωση την παράσταση.
Θέλουμε κι άλλο
Θετικές λοιπόν οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίσαμε από την επαφή μας με τις Indian Scout και Chieftain. Οι δύο μοτοσυκλέτες της αμερικάνικης εταιρίας έδειξαν αμέσως ότι δεν επωφελούνται απλά από το ιστορικό όνομα που έχουν στο ρεζερβουάρ τους και έχουν λόγο ύπαρξης, κάτι που άλλωστε φαίνεται και από τις πωλήσεις τους στις μεγάλες αγορές που κινούνται ανοδικά. Από την Indian φυσικά έχουμε να περιμένουμε πολλά στο μέλλον, ενώ δεν μπορούμε να περιμένουμε να βρεθούμε και στη σέλα της FTR 1200, μιας μοτοσυκλέτας που μοιάζει να έχει τον επίσης δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στα ευρωπαϊκά γούστα.